Πωλ Βαλερύ, Το παραθαλάσσιο νεκροταφείο

1986906-lg1

Η στέγη αυτή ανάμεσα όπου οδεύουν περιστέρια,

από τα πεύκα ανάμεσα κι απο τους τάφους πάλλει.

η Μεσημβρία συνθέτει εκεί, με τα πυρά, δίκαια,

τη θάλασσα, τη θάλασσα που ξαναρχίζει πάντα!

Ω ανταμοιβή που αισθάνεσαι κατόπι απο μια σκέψη

μακρό ένα βλέμμα στων θεών επάνω τη γαλήνη!

.

Ποιό έργο αγνό από αστραπές λεπτές καταναλίσκει

αμέτρητους αδάμαντες αφρού απαρατηρήτου,

και ποιά ησυχία φαίνεται να εγκυμονεί εδω πέρα!

Όταν πάνω στην άβυσσο αναπαύεται ένας ήλιος,

άμεμπτα τεχνουργήματα μιας αιώνιας αιτίας,

ο Χρόνος σπινθηροβολεί και το όνειρο είναι γνώση

.

Μόνιμος θησαυρός λιτός της Αθηνάς ναός,

μάζα γαλήνης κι ορατή μιά παρακαταθήκη,

σύνοφρυ νερόν, Οφθαλμέ που διατηρείς εντός σου

κάτω απο πέπλο φλόγινο τόσο και τόσον ύπνο,

Ω σιωπή μου!…Οικοδόμημα μες στης ψυχής τα βάθη,

μα και χρυσό επιστέγασμα απο κεραμίδα, Στέγη!

.

Ναέ του καιρού που στοναχή μια μόνη σ’αγκαλιάζει,

ανέρχομαι στο καθαρό σημείον αυτό κι εθίζω,

απ’το θαλάσσιο βλέμμα μου περιτριγυρισμένος.

Κι έτσι καθώς προς τους καιρούς το υπέρτατό μου δώρο,

το ανέφελο σπινθήρισμα ακατάπαυστα διασπείρει

επάνω στα ύψη τ’άμετρα μιαν άκρα υπεροψία.

.

Όπως η οπώρα αναλύεται σε απόλαυση βραδεία

όπως την ουσία της σε γλύκα μεταβάλλει

στο βάθος ενός στόματος όπου η μορφή της θνήσκει,

έτσι, στον τόπο αυτόν, ρουφώ τον μέλλοντα καπνό μου,

κι ο ουρανός προς την ψυχήν την καταναλωμένη

των πολυτάραχων ακτών την αλλαγή αναμέλπει.

.

Ωραίε, πραγματικέ oυρανέ, κοίτα με που εξαλλάζω!

Έπειτα απο τόση έπαρση, έπειτα απο την τόση

παράδοξη νοθρώτητα, αλλά δύναμη γεμάτη,

εγκαταλείπομαι σ’αυτό το διάστημα που λάμπει,

η σκιά μου επάνω στων νεκρών τις κατοικίες διαβαίνει

που με την άτονη, άρρωστη μεθίζει κίνησή της.

.

Μ’εκτεθειμένη την ψυχή στου ηλιοστασίου τις δάδες.

σε υπερασπίζομαι λαμπρή, θαυμάσια δικαιοσύνη

του υπέρτατου, ηλιακού φωτός με τ’ανοικτίρμονα όπλα!

Σε παραδίδω καθαρή στην αρχική σου θέση:

Αυτοπαρατηρήσου!…Αλλά το φως για ν’αποδώσεις

ένα σκυθρωπόν ήμισυ απο σκιά προϋποθέτει.

.

Ω μοναχά για με, σε με μόνον, σε με τον ίδιο,

εγγύτατα σε μια καρδιά, στου ποιήματος τις κρήνες,

ανάμεσα απο το κενό και το συμβάν το γνήσιο,

προσμένο τον αντίλαλο του έσω μου μεγαλείου,

πικρόγευστη δεξαμενή, ηχηρή, σκοτεινιασμένη,

που πάντα ηχεί μες την ψυχή ερωτικό ένα κοίλον!

.

Ξέρεις εσύ, αιχμάλωτη ψευδής των φυλλωμάτων,

κόλπε που τις ισχνές αυτές κιγκλίδες κατατρώγεις,

απόκρυφα εκθαμβωτικά, στα ολόκλειστα όμματά μου,

ποιό σώμα προς το τέλος του το οκνό με παρασύρει,

προς την οστέινη αυτή γή, ποιό μέτωπο το ελκύει;

Μια σπίθα εδώ στοχάζεται τους ιδικούς μου απόντες.

.

Όσιος, κλειστός, απο φωτιά γεμάτος δίχως ύλη,

απόσπασμα χωμάτινο στο φως προσκομισμένο,

αρέσκομαι στον τόπο αυτόν, όπου πυρσοί δεσπόζουν,

μίγμα απο δέντρα σκυθρωπά κι απο χρυσό και λίθο

όπου είναι τόσο μάρμαρο σε τόσες σκιές και τρέμει.

Εδώ επάνω στους τάφους μου πιστός υπνώττει ο πόντος!

.

Σκύλα λαμπρή απομάκρυνε τον κάθε ειδωλολάτρη!

Όταν μ’ένα χαμόγελο ποιμενικό, μονήρης,

βοσκώ για διάστημα μακρό, πρόβατα μυστηριώδη,

το ποίμνιο το κατάλευκο των ήρεμών μου τάφων,

τις φρόνιμες περιστερές διώξε απ’αυτόν τον τόπο,

τα μάταια ονειροπολήματα, τους περίεργους αγγέλους!

.

Εδώ που τώρα βρίσκομαι το μέλλον είναι αργία.

Το έντομο κατακάθαρο, την ξεραϊλα ξύνει.

Τα πάντα κάηκαν, χώνεψαν κι ανεμοσκορπίστηκαν

δεν ξέρω ούτε κι εγώ σε ποιά αδυσώπητη ουσία…

Απο απουσία η ζωή μεθά, κι όλο πλαταίνει,

κι ειν’η πικρία γλυκύτατη, και φωτεινό το πνεύμα.

.

Καλά που βρίσκονται οι νεκροί κρυμμένοι μες το χώμα

που το μυστήριο των ρουφά και τους ξαναζεσταίνει.

Η Μεσημβρία εκεί υψηλά, η ασάλευτη Μεσημβρία

ενδόμυχα στοχάζεται κι αυτοσυνεννοείται…

Συμπληρωμένη κεφαλή και διάδημα υπερτέλειο,

μόνον εγώ είμαι η μυστική παράλλαξις εντός σου.

.

Να συγκρατεί τους φόβους σου άλλον από εμέ δεν έχεις!

Οι αμφιβολίες, οι τύψεις μου, κι όλες μου οι αδημονίες

αποτελούν το ελάττωμα στον μέγα αδάμαντά σου…

Αλλά μέσα στη νύκτα των που μάρμαρα βαρύνουν

ένας αμφίβολος λαός, στων δέντρων πλάι τις ρίζες

είναι καιρός που ανέλαβε το μέρος σου βραδέως.

.

Έχουν αναλυθεί εντελώς σε μια πηκτή απουσία,

η κατακόκκινη άργιλος το πάλλευκο είδος ήπιε,

μες τα λουλούδια της ζωής το δώρο έχει περάσει!

Πού των γερών ευρίσκονται οι γνωστές, εγκάρδιες φράσεις,

οι αβρές, μοναδικές ψυχές, η ατομική των τέχνη;

Η νύμφη κλώθει μέσα εκεί όπου επλάθοντο τα δάκρυα.

.

Των κοριτσιών οι τσιριξιές καθώς τα γαργαλάνε,

τα μουσκεμένα βλέφαρα, τα μάτια και τα δόντια,

το στήθος το γοητευτικό που παίζει με τη φλόγα,

το αίμα που σπινθηροβολεί στα πρόθυμα τα χείλη,

τα λοίσθια δώρα, οι δάκτυλοι που τα υπερασπίζουν,

όλα πηγαίνουν μες τη γη και στην παιδιά επιστρέφουν!

.

Κι εσύ μεγάλη μου ψυχή, μια ρέμβη περιμένεις

πού πλέον αυτά τ’απατηλά τα χρώματα δε θα χει

πού εδώ στα σάρκινα όμματα χρυσός και κύμα κάνουν;

Θα τραγουδάς κι εσύ άραγες όταν καπνός θα γίνεις;

Εμπρός! Φεύγει το παν! Μεστή είναι η απουσία μου πόρους,

ακόμα θνήσκει κι η σεπτή η ανυπομονησία!

.

Αθανασία λιπόσαρκη, επίχρυση και μαύρη,

παρηγορήτρα φοβερά δαφνοστεφανωμένη,

πού κάνεισ απ’τον θάνατο μητρικόν ένα στέρνο,

τον δόλο τον ευσέβαστο και την ωραίαν απάτη!

Ποιός που να μην ξέυρει, ποιός που να μην τ’αποφεύγει,

το γέλιο αυτό τ’ατέρμονο και το κενό κρανίο!

.

Βαθείς πατέρες μυστικοί, ακατοίκοιτα κεφάλια,

που κάτω απο το υπέρμετρο τόσον φτυαριών το βάρος,

είστε η γη και συγχίζετε διαρκώς τα βήματά μας,

ο σκώληξ ο αναπάρνητος, ο αληθινός ο σκώρος

διόλου για σας που υπνώττετε στην πλάκαν απο κάτω

δεν είναι, αυτός ζεί απο ζωή, ποτέ του δε μ’αφήνει!

.

Αγάπη, να ναι πιθανόν, ή του εαυτού μου μίσος;

Τόσο σιμώνει προς εμέ το μυστικό του δόντι

που όλα μαζί τα ονόματα ημπορούν και του πηγαίνουν!

Τί όφελος!Βλέπει, βούλεται, ονειροπολεί και ψαύει!

Η σάρκα μου το ευχαριστεί κι ως τη στρωμνή μου επάνω,

σ’αυτόν τον ζωντανόν εγώ κοιτάζω πως ανήκω!

.

Ω Ζήνων!Ζήνων μου σκληρέ!Ω Ζήνων μου Ελεάτη!

Μ’έχεις μ’αυτό το φτερωτό το βέλος διαπεράσει

που ξαπολιέται, παλλεται και δεν πετά καθόλου!

Ο ήχος με ξαναγεννά και σφάζει με το βέλος!

Αχ!ο ήλιος…Για την ψυχή ποιά σκιά χελώνας είναι,

ο Αχιλλέας ακίνητος με βήματα μεγάλα!

.

Όχι, όχι!…Ορθός στον άλυτον αιώνα μέγα στάσου!

Κορμί μου, σύντριψε πια αυτό το σκεπτικό το σχήμα!

Στήθος μου, ρούφηξε βαθιά την αίσθηση του ανέμου!

Μια δροσεράδα πραϋντική που η θάλασσα εξατμίζει,

μου ξαναδίδει την ψυχήν…Ω δύναμη απο άλμη!

Για ν’αναβλύσω ζωντανός, εμπρός! γοργά στο κύμα!

.

Ναι!Με παράνοιες, θάλασσα μεγάλη, προικισμένη,

ω δέρμα πάνθηρος στιλπνό και διάτρυτη χλαμύδα

απο πολλά αναρίθμητα απεικάσματα του ηλίου,

ύδρα απόλυτη, απ’την κυανή σάρκα σου μεθυσμένη,

που η σπινθηροβολούσα ουρά, γυρίζει, σε δαγκώνει

μέσα σε κάποιο θόρυβο με τη σιωπή παρόμοιο,

.

σηκώνεται ο άνεμος!…Τη ζωή πρέπει να δοκιμάσεις!

Μου ανοιγοκλείνει ο απέραντος αέρας το βιβλίο,

το κύμα ως σκόνη αποτολμά απ’τους βράχους να αναβλύσει!

Πετάξατε, εκθαμβωτικές ολότελα σελίδες!

Κύματα, με χαρμόσυνα, φαιδρά νερά, συνρίψτε

τη στέγη αυτή την ήρεμη όπου βοσκούσαν φλόκοι!

.

.

valery6667

Νοέμβριος 1945

Μετάφραση: Αναστάσιος Γιανναράς

Ένα Σχόλιο προς “Πωλ Βαλερύ, Το παραθαλάσσιο νεκροταφείο”

  1. Εφόσον ο Βαλερύ δανείζεται από την αρχιτεκτονική για να δομήσει τα ποιήματα του, γιατί να μη δανειστούμε και εμείς από την ποίηση ώστε να δομήσουμε τα αρχιτεκτονήματά μας ;

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: