Διοτίμα, Το μαντάτο και τα γράμματα
χασμουρητά μού άνοιγαν το στόμα που πεινούσε
να μαγειρέψω άργησα και πήρε λάδι η πιπεριά όχι φωτιά
-λάδωμα πολύ
παρθένο λάδι λίγοι-
δοκιμασίες άκεφες και μαραμένες ύπουλα
όπως μαράθηκε κι η γλάστρα
που εκτρέφω στου τετραδίου μου τα στείρα φύλλα
δεν την πότιζα συχνά καθώς δεν είχα ποτιστήρι
μονάχα τιρμπουσόν για εκλεκτό κρασί Πορτογαλίας…
και τη φωνή μου που καλωδίωσα στη διαπασών
καθώς δεν είχα ίντερνετ μόνο κατάθλιψη… και μια παράλειψη
δεν άπλωσα κόκκινο χαλί σαν ήρθε επίσκεψη εκείνο το μαντάτο
ένα υφαντό πατούσα μούστο δίχως λέπια
βρώμικα βήματα σωρό κουβάλαγε
κι άστραφτε δίχως χλωρίνη καθώς δεν είχα λίτρο
άνοιξα την πόρτα όταν κανείς δε χτύπησε
μπήκε μέσα, στρογγυλοκάθισε κι είπε δε φεύγω
κάτω απ’ τα βλέφαρά σου θα κοιμάμαι και
το νυχτικό σου θα φορώ όταν θα λείπεις
μα εγώ ποτέ δε φεύγω από εδώ απάντησα
μέχρι το κατώφλι φτάνω και ξαναγυρνώ
πηγαίνω μπρος κι ανθίζουν στα χέρια μου τουλίπες
γυρίζω πίσω κι ευωδιάζουν γαϊδουράγκαθα
μες στο περβάζι του ματιού μου
κι εκείνο σώπασε μια πιθαμή
που πια δεν υφαίνω προσευχές προτού για ύπνο πέσω
φοράω πανοπλία και ρίχνομαι στη μάχη…
φοβάμαι μόνο μην και ξυπνήσω με σκονισμένη
περικεφαλαία
γι’ αυτό, μαντάτο,
τα γράμματά μου στρίβω κι ανάΒΩ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Σχολιάστε