Λουξώριος, Μαχαίρια ή λεοπάρδαλη
Τα μαχαίρια μ’ ακολουθούν
ενόσω τουρτουρίζω
στο πάρκο τα παιδιά κλωτσούν τη μπάλα
παιδί κι εγώ μα τα μαχαίρια μένουν,
στην πρύμη μου με οδηγούν.
Ανθρώπων ξένων τα παλτά
σκεπάζουν τα κρανία·
μες στο παλτό μου κρύβομαι κι εγώ
μα τα μαχαίρια μένουν.
Η λεοπάρδαλη δε θα σου επιτεθεί
θα σε κοιτά μονάχα.
Ώρα πολλή θα σε κοιτά.
Μετά θα σου μιλά, με χέρια ξωτικίσια
το ραϊσμένο στέρνο ψηλαφούν.
Δεν ξέρω γω από ξόρκια θα τους λες…
Καθώς πετρούλες στη λιμνούλα σου αντηχούν
το δέντρο πια ολοκάθαρα κοιτάς.
Οι κυδωνιές κι οι μαλακίες μάς μάραναν.
05.03.2009 στις 9:35 μμ
Οι αναμνήσεις των παιδικών ετών παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στην ψυχή, αυτό συμβαίνει… άραγε, μας καθοδηγείτε σε αυτή τη σκέψη με το ποίημά σας, κύριε Λουξώριε;
08.03.2009 στις 2:33 πμ
Δεμένοι στην παιδική ηλικία και την παιδικότητα. Το ποίημα βέβαια καθοδηγεί μέσα από την ανάμνηση και την παρατήρηση πάνω σε σουρεαλιστικά δρομάκια και με σαρκασμό απέναντι στο σουρεαλισμό.