( ποεζία κονκρέτα )
δύστυχο διάστιχο
δίτυχο διάτοιχο
δίτειχο διάστοχο
δύστοκο διάστικτο
δύστηνο διάτονο
δίτοννο διάστενο
δίστεγο διάστομο
δύστροπο διάστροφο
δύσθυμο διάστηθο
δίσεκτο διάσειστο
δίστηλο διάσελο
δύσπεπτο διάστυγνο
δύστυχο διάστιχο