Ένα βόλεμα ξεβόλεμα. Μια καρδιά που ασφυκτιά αποκατα-
στάθηκε με το κύρος μιας μόνιμης δημοσίου υπαλλήλου.
Να πνίγεται και να την καθίζεις με το ζόρι.
Ένα βόλεμα ξεβόλεμα. Μια καρδιά που ασφυκτιά αποκατα-
στάθηκε με το κύρος μιας μόνιμης δημοσίου υπαλλήλου.
Να πνίγεται και να την καθίζεις με το ζόρι.
«Από τότε που γνώρισα καλύτερα το σώμα- είπε ο Ζαρατούστρα σ’ έναν από τους μαθητές του- το πνεύμα είναι για μένα μόνο ούτως ειπείν πνεύμα και κάθετί «άφθαρτο» είναι μόνο μια παραβολή.»
Διαβάζοντας τα περισσότερα ποιήματα που υπό τον τίτλο «Με όπλο τους στίχους» δημοσιεύτηκαν στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό e-poema από γνωστούς ποιητές με αφορμή τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και τις διαδηλώσεις των νέων που επακολούθησαν, ένιωσα πραγματική αγανάκτηση.
Φλοιέ της γης
Δέξου τα παραμύθια μέσ’ στα δέντρα
Δέξου την επιδέξια τρυφερότητα
Που σου προσφέρουν οι ερασταί.
Λίγα φλουριά πουλιούνται το πρωί
Μα πάμπολλα το μεσημέρι και το βράδυ
Φλοιέ της γης μην το φοβάσαι το σκοτάδι
Μας φέρνει πάντα την αυγή
Κρυμμένη στα πτερά των πίππων.
Πρώτο Μανιφέστο (Βραδιά Νταντά, Ζυρίχη 1914)
Το Νταντά είναι μια νέα τάση στην τέχνη. Αυτό μπορεί να το διακρίνει κανείς από το γεγονός ότι μέχρι τώρα κανείς δεν γνώριζε τίποτα και αύριο όλη η Ζυρίχη θα μιλά γι’αυτό. Η λέξη Νταντά προήλθε από το λεξικό. Είναι φοβερά απλό. Στα γαλλικά σημαίνει ξύλινο αλογάκι. Στα γερμανικά σημαίνει αντίο, παράτα με ήσυχο. Εις το επανιδείν! Στα ρουμάνικα: «Ναι, πράγματι, έχετε δίκιο, έτσι είναι. Μάλιστα, πράγματι, σύμφωνοι, ας το κάνουμε». Και πάει λέγοντας. Συνέχεια
Η αόρατη κλωστή έσπασε κι έχω χαθεί
οι νιφάδες απ’ τη μύτη και η όπερα λευκή
στις υπόγειες κατακόμβες άκουγαν τα βήματά μου
μα το κέρινο δάσος έσταζε στα γυαλιά μου
λάφυρό μου έχω μόνο το βρεγμένο το φεγγάρι
κι ένα μαγικό λυχνάρι που δε μου ‘κανε τη χάρη
Πιερρότοι εσύ κι εγώ κι’ άλλοι κοντά του
κι’ αυτός τόσο σωστός µ’ άσπρη ζακέττα!
Παίζαµε µε τη φόρµα του, ρίχναµε κάτου
τ’ οµοίωµά του – χρώµα σε παλέττα.
Φτιάναµ’ εµείς τη στάση του µαζί του,
ήταν τυχαία και το σύµβολό µας·
στο πέταγµα, στην τοποθέτησή του,
είχε τον ξένο µορφασµό και το δικό µας.
Μες στου έρωτα τις φλόγες τις ραγδαίες
φοβόσουν ο ουρανός μην απρεπή πει
και βύθιζες στο διάβα σου τις γαίες
στο στέρνο σου φωλιάζαν μύριοι ίπποι.
Τα γυάλινα θεριά και οι κεραίες
γίνονταν για τα πόδια σου λατύπη
και πλήγιαζαν οι γάμπες σου οι ωραίες
χείμαρρος απ’ το κάθε καρδιοχτύπι.
Ως πρίγκιπας μικρός πως να σε πείσω;
Μπέρτα γλασέ και χάρτινη κορόνα
σαν πούπουλο σε χνώτου σου κυκλώνα
με άσπρο γερανό τρέχω ξωπίσω
στο κόασμά μου άκου το μαράζι
να δω αν το γοβάκι σου ταιριάζει.
Στ. Γρανίτσας: πέθανε στα 35 από επιδημία τύφου
Εξαδέλφη της διαβοήτου κλέφτρας Κίσσας, ωσαύτως εξαδέλφη της διαβοήτου λωποδυτρίας Κουρούνας, παρομοίως της ρημάχτρας Καρακάξας. Εκ τοιούτων επιφανών οικεγενειών έλκουσα το γένος, ανήλθε μια φοράν τον θρόνο των πουλιών, κλέψασα από το κάθε πουλί ένα φτερό. Αλλά μετ’ ολίγον τα πουλιά αντελήφθησαν την κλοπήν και την καθήρεσαν, αφού προηγουμένως την εμάδησαν. Έκτοτε, συνηθισμένη, φαίνεται, από τα πούπουλα του θρόνου, περνά τον περισσότερον καιρόν της επάνω στις πλάτες των προβάτων. Εκείνα την δέχονται ως πολύτιμον φίλον, διότι τους τρώγει τα τσιμπούρια που είναι επάνω τους. Την ευεργεσίαν τους όμως αυτήν την πληρώνουν πολύ ακριβά. Μεταφέρει μικρόβια επιδημίας από το ένα στο άλλο κοπάδι.
Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι,
Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία
τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,
είκοσι χρόνια σού πληρώνω νοίκι.
Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,
νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα,
κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου ’χα
σε ποιό λεωφορείο το ’χω χάσει!
Ποιά τρέλα, πές μου, με χτυπάει στις φτέρνες
και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,
με γήπεδα μουγκά και με ταβέρνες
στα σωθικά. Οι άνθρωποι κι οι τόποι
ξένοι μου μοιάζουν στις φωτογραφίες
που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες.
Τ’ άλογο, τ’ άλογο, Ομέρ Βρυώνη
δες το κορίτσι μου πόσο κρυώνει
κι έλα ν’ ανέβουμε κι απόψε στ’ άστρα
για να της φέρουμε χρυσή θερμάστρα
Τ’ άλογο, τ’ άλογο, Ομέρ Βρυώνη
φέρ’ το τσεκούρι μου και το πριόνι
και πάμε γρήγορα να κόψω ξύλα
γιατί έχει σύγκρυο κι ανατριχίλα
Τ’ άλογο, τ’ άλογο, Ομέρ Βρυώνη
τούτο το σύννεφο μ’ εξαγριώνει
και το κορίτσι μου προσμένει πάντα
μ’ ένα θερμόμετρο που λέει σαράντα
Σαν σε πηγάδι σκύβω εντός μου.
Στο σκοτεινό του το βυθό
πέτρα τού ρίχνω τη φωνή μου
μα δε μου στέλνει μιαν ηχώ.
Σιωπή μονάχη κι αδειοσύνη
κουρνιάζουν, λες και το νερό
μέσα στο τρίσβαθο πηγάδι
νά ’χει στερέψει από καιρό.
το βράδυ που έριξα
τη φωνή μου σε πηγάδι
δυο πέτρες ξέξασπρες
φύτρωσαν στα χέρια μου
η δίψα μου τις έθρεψε
η δίψα μου
τη μέρα που άνθισαν
στις παλάμες μου λιθάρια
χίμηξε το ένα χέρι
να φάει τ’ άλλο
μα κανείς δε χειροκρότησε