Ματσούο Μπασό, Εννέα χαϊκού

snow_monkeys02

Καθώς περνούν τα χρόνια,
ο πίθηκος φοράει μάσκα πιθήκου.

***

Κλαίνε οι αράχνες;
Τι πάει να πει: ο αέρας κελαηδάει;


***

Στο φως της μέρας,
η πυγολαμπίδα είναι ένα έντομο
όπως όλα.

***

Μεσάνυχτα:
η δροσιά δανείζεται ύπνο
από το σκιάχτρο.

***

Μια μπανανιά μέσα στην μπόρα.
Οι σταγόνες της βροχής
ηχούν σκοτάδι.

***

Κάποτε κάποτε, τα σύννεφα
θέτουν εκτός υπηρεσίας
τους ρεμβαστές του φεγγαριού.

***

Όσο υπέροχο κι αν είναι το φεγγάρι,
το σκουλήκι δουλεύει μυστικά
στην καρυδιά.

***

Μεσ’ στο σκοτάδι,
ένα ολόκληρο κοπάδι γηρατειά
κρύβονται στην αγκαλιά μου.

***

Αρρώστησα.
Μόνο τα όνειρά μου
συνεχίζουν το ταξίδι
σ’ αυτήν την ερημιά¹.

1.Πρόκειται για το τελευταίο Χαϊκού που έγραψε ο Μπασό πριν πεθάνει
Μτφρ. Γιώργος Μπλάνας
japanese-snow

9 Σχόλια to “Ματσούο Μπασό, Εννέα χαϊκού”

  1. Τα ίδια τα κείμενα είναι καθαρά αριστουργήματα – η μετάφρασή τους όμως είναι παραπάνω από άθλια. Κρίμα.

    Ωραίο μπλογκ. Καλή συνέχεια.

  2. Από το σχόλιό σας, κ. Λειβαδά, συμπεραίνω ότι γνωρίζετε ιαπωνικά και τον Μπασό ειδικότερα.

    Ο κ. Μπλάνας είναι καταξιωμένος homme de lettres. Να σας ρωτήσω γιατί βρίσκετε τη μετάφρασή του άθλια;

  3. Ευχαρίστως να σας εξηγήσω αγαπητή Ρόη:

    1) Ναι, μεταφράζω από την Ιαπωνική και ασχολούμαι ειδικά με το Χαϊκού. (Βλ. Ανθολογία Ιαπωνικής Ποίησης – Ροές 2002).

    2) Θα μου επιτρέψετε να διατηρώ άλλη γνώση και άποψη για το πρωτογενές έργο του κυρίου Μπλάνα, καθώς και για το επίπεδο των μεταφράσεων που έχει κάνει.

    3) Συμπληρωματικά: Ο όρος homme de lettres μου είναι απεχθής.

    4) Ειδικά επί των Χαϊκού και της μετάφρασής τους σας παραθέτω ένα απόσπασμα από μία, υπό έκδοση, καινούργια Ανθολογία Ιαπωνικής Ποίησης που θα κυκλοφορήσει σύντομα – με την επιφύλαξη δημόσιας χρήσης του κειμένου, εάν δεν σας πειράζει, διότι θα δημιουργηθεί ζήτημα με τον εκδότη. Αντιλαμβάνεστε…

    «….Το χαϊκού λοιπόν, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται απλώς ένα ποίημα συμπυκνωμένο σε τρεις στίχους. Ένα τρίστιχο αφαιρετικό ποίημα, δεν είναι κατ’ ανάγκη χαϊκού. Και μάλιστα η πλειονότητα των «χαϊκού» που γράφονται από δυτικούς, δεν είναι στην πραγματικότητα χαϊκού. Πριν προχωρήσουμε, ας καταδείξουμε ένα πολύ σημαντικό σημείο: το χαϊκού δεν είναι τίποτε άλλο από «Σατόρι» – στιγμιαία αφύπνιση. Δεν είναι, όπως πολλοί πιστεύουν, η ανάδειξη ενός υψηλού νοήματος με ελάχιστες λέξεις. Το νόημα είναι μια λέξη εντελώς αντίθετη προς το Χαϊκού, ή, αν υπάρχει νόημα, δεν είναι άλλο από το ίδιο το χαϊκού. Το χαϊκού έρχεται από το κενό, και παράγει κενό. Απλοποιημένα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το χαϊκού είναι μια ελάχιστη νύξη γύρω από την πραγματική ύπαρξη των πραγμάτων, και την πραγματική σχέση του ανθρώπου μ’ αυτά. Η δυσκολία προσδιορίζεται στο ότι ο τύπος και η ουσία αυτής της σχέσης, είναι ένα πράγμα. Η βασικότερη προϋπόθεση για να γραφτεί ένα χαϊκού, είναι ο ποιητής να το βιώσει συλλήβδην, και όχι απλά να το διανοηθεί.
    Τα τρία βασικά στοιχεία του χαϊκού είναι το Τι, το Πότε και το Πού. Συνήθως, η ίδια η εικόνα δηλώνει από μόνη της το Τι, ενώ υποδηλώνει το Πότε και το Πού. Αυτά απαρτίζουν τον αρχετυπικό κανόνα, με βάση τον οποίο, το χαϊκού διέθετε την συλλαβική διάταξη σε σειρά τριών στίχων: 5/7/5. Το χαϊκού όμως εξελίχθηκε και έφτασε στις μέρες μας έχοντας ως δομή και τεχνική του τα χαρακτηριστικά που πριν από αιώνες αποτελούσαν μάλλον την εξαίρεση του κανόνα. Η επαγωγή μετατράπηκε σε ύψιστη αξία, και η τριάδα των Τι, Πότε και Πού, έπαψε να συντελεί (με τη σειρά της διάταξής της και την αρχική της χρησιμότητα) ή συντελεί σε μικρότερο πλέον βαθμό στη δημιουργία του ποιήματος. Ούτως, καταργήθηκε σταδιακά και η ορθόδοξή του συλλαβολογία, διατηρώντας βέβαια την μέγιστη λακωνική, οικονομική φόρμα. Η «εξαίρεση» για την οποία γίνεται λόγος εδώ δεν αποτελεί κάποια αυθαίρετη κρίση που αφορά σε πολύ ελάχιστα παραδείγματα γραφής από τους μεγάλους ποιητές του είδους. Πρόκειται ουσιαστικά για τις κορωνίδες των χαϊκού που παρότι γράφτηκαν την εποχή που οι κλασικοί κανόνες όριζαν την μορφή και το ύφος του ποιήματος, οι ίδιοι οι μέντορές του παρέκκλιναν εσκεμμένα και έφτασαν το χαϊκού στην αποθέωσή του…..
    …..Η βραχυλογία και η αποφυγή κάθε μη απολύτως απαραίτητου στοιχείου, όπως επιβάλλει η φύση της σύλληψής του, δίνει στο χαϊκού ένα υπερπλεονέκτημα που δεν το διαθέτουν άλλου είδους κείμενα. Η εικόνα, η μεταφορά, η επαγωγή, η συγκίνηση και η ενόραση βρίσκονται ταυτόχρονα στο προσκήνιο του ποιήματος με τη μέγιστη δύναμή τους. Στο χαϊκού, κανένα στοιχείο δεν υποχωρεί, ούτε δίνει τη θέση του στο άλλο – όλα συνυπάρχουν. Αν κάτι δε ληφθεί υπόψιν, το ποίημα αποδυναμώνεται αυτομάτως. Όμως, ακόμη κι όταν το ποίημα συγκροτείται απ’ αυτά τα στοιχεία, η καθαρή αξία, η αλήθεια του ποιήματος, χρειάζεται κάτι ακόμα: όποια τεχνική προτίμηση κι αν έχει ο ποιητής, η απόλαυση της πραγματικής ποίησης, επαφίεται τελικά στην οξυδέρκεια και τη διάνοια του αναγνώστη (πάλι σε βαθμό που δεν απαιτείται σε κανένα άλλο είδος ποιητικής γραφής). Ο αναγνώστης οφείλει να συλλάβει το Ουσιώδες μέσω της Καθαρής Αντίληψης. Αυτό είναι δύσκολο, μια και στους περισσότερους ανθρώπους έχουν παροπλιστεί οι πιο λεπτοί διανοητικοί μηχανισμοί. Το χαϊκού πάντως, ακριβώς επειδή δίνει την ψευδαίσθηση της δυνατότητας πολλαπλών αναγνώσεων και νοητικών παιχνιδιών, είναι πολύ δημοφιλές στους κύκλους των αναγνωστών της ποίησης. Στη πραγματικότητα όμως με το Χαϊκού δεν μπορεί να παίξει κανείς καθώς δεν υφίσταται παρά μόνο ένα μήνυμα και μία ανάγνωση.
    Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο του χαϊκού είναι η ονοματοποιία, η οποία συμβάλλει ουσιαστικά στο μεγαλείο του. Υπάρχουν τρεις τύποι ονοματοποιίας, που χρησιμοποιούνται ανά περίπτωση: α) η άμεση αναπαράσταση του ήχου, β) η αναπαράσταση της δράσης και όλων των αισθήσεων πέραν της ακοής, και γ) η ονοματοποιία της έκφρασης της ψυχικής κατάστασης, της οποίας η μετάφραση είναι μάλλον ακατόρθωτη….
    ….. Η αναμόχλευση του μεταφραστικού ζητήματος κατήντησε γραφικότητα. Εξάλλου είναι σαφές πια πως δίχως την απόσπαση από τη νόρμα του δυτικού τρόπου σκέψης, λίγα πράγματα μπορεί να καταφέρει κανείς. Η Μούσα εξ’ ανατολών έχει τα δικά της βίτσια. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, είμαστε υποχρεωμένοι να θίξουμε τα παρακάτω σημεία, τα οποία αναγνωρίσαμε σε αρκετές μεταφραστικές απόπειρες που είδαν το φως της δημοσιότητας: α) την βιασμένη προσπάθεια να «επεξηγηθούν» τα ποιήματα, και β) τη επικάλυψή τους με εκφραστικές καλολογίες και λυρικά τεχνάσματα. Ξανά και πάλι παραγράφηκε η λεπτότητα και κορυφώθηκαν «συναισθηματισμοί» οι οποίοι δεν είναι βεβαίως δυνατόν να εκφράσουν το πηγαίο συναίσθημα. Αυτές οι γλωσσικές μεταβολές-αδυναμίες κατέδειξαν πράγματι με τον καλύτερο ίσως τρόπο, το πόσο δύσκολο είναι, για τους ανθρώπους της τετράγωνης λογικής, να ανοίξουν το βήμα προς αυτήν την Κενή εσωτερικότητα. Αυτός που γυρεύει γωνίες στον κύκλο δεν πρόκειται να τα καταφέρει.
    Για την μετάφραση όλων των ειδών της ιαπωνικής ποίησης, μα κυρίως για το χαϊκού, που αποτελεί τον κολοφώνα της, απαιτούνται ειδικές, συγκεκριμένες γνώσεις και όχι γενικευμένοι παλαιόφρονες γνώμονες, που αντικατοπτρίζουν την συστολή και την σοβαροφάνεια. Ούτε βοηθά βεβαίως η συμπαθής προσέγγιση και η αναγνωστική αφοσίωση στους ποιητές. Υφίσταται η καθοριστική ανάγκη της ύπαρξης μιας διαισθητικής-ενορατικής ένωσης του μεταφραστή με τον ποιητή, η οποία θα οδηγήσει στην αλυσιδωτή εξέλιξη αυτού του φευγαλέου δεσμού, μέσα στα πλαίσια της ευαισθησίας κάθε αναγνώστη. Επίσης, πέρα από την εξάντληση του μέγιστου δυνατού βιβλιογραφικού όγκου και τη μελέτη του, χρειάζεται να κατέχει κανείς, σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό και την κινέζικη ποιητική παράδοση, η οποία υπήρξε μήτρα και κυριότερη προσλαμβάνουσα της ιαπωνικής…..»

    Ελπίζω να σας βοήθησα. Για ότι άλλο θέλετε μπορείτε να μου γράψετε στο: yannislivadas@hotmail.com.

  4. Αγαπητέ κ. Λειβαδά

    Σας ευχαριστούμε θερμά για τα όσα κατατοπιστικά συνεισφέρετε στο «Χιόνι». Η εισαγωγή σας, όταν δημοσιευτεί, θα αποτελέσει, νομίζω, χρήσιμη προσθήκη στην ελληνική βιβλιογραφία περί χάικου, που κοντεύει πια να συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής.

    Μια παρατήρηση, μόνο. Όπως ασφαλώς γνωρίζετε, στην ποίηση, στην τέχνη γενικότερα, οι ορισμοί είναι δυο λογιώ. Οι τυπικοί (= μορφικοί), από τη μια μεριά· οι ουσιαστικοί (=ουσιοκρατικοί), από την άλλη.

    Οι πρώτοι περιγράφουν τύπους (: formas), πάει να πει: εξωτερικά, γνωρίσματα· οι δεύτεροι προσπαθούν να ανάγουν αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα σε μια –εικαζόμενη– εσωτερική «ουσία». Οι ιστορικοί της αρχιτεκτονικής, λ.χ., όταν μας περιγράφουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του δωρικού ρυθμού (απουσία βάσεως, οξείες ραβδώσεις, κιονόκρανο με εχίνο και άβακα, ζωοφόρο με εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες κ.ο.κ.) κάνουν το πρώτο. Όταν επιχειρούν να ερμηνεύσουν αυτά τα τυπικά χαρακτηριστικά από τον τρόπο ζωής και την κοσμοεικόνα των Δωριέων, και μιλούν για «λιτότητα», «αυστηρότητα», «μνημειακό ύφος», «έθος πολεμικό» κ.ο.κ. κάνουν το δεύτερο.

    Προφανώς, ο ορισμός του χάικου που προτείνετε, ακολουθώντας εδώ κάποιους ανατολιστές, είναι ουσιοκρατικός. Το χάικου για σας συνδέεται με ορισμένη, βουδιστικών καταβολών, κοσμοθεώρηση, και μόνο όποιος συμμερίζεται αυτή την κοσμοθεώρηση είναι σε θέση να γράψει «πραγματικά» χάικου. Όλοι οι υπόλοιποι, οι μη Ιάπωνες ιδίως, όσοι δοκίμασαν να γράψουν σε αυτή τη μορφή είναι, κυριολεκτικά, «εκτός θέματος». Από τον Ρουμπιτρανάθ Ταγκόρ και τον Γιώργο Σεφέρη ώς τον Οκτάβιο Πας και τον Ντουρς Γκρύνμπαϊν, όλοι τους, στο μέτρο που δεν κυνηγούν το «σατόρι», δεν μπορεί παρά να είναι εκτός θέματος. Τα ποιήματά τους δεν είναι στην καλύτερη περίπτωση παρά χαϊκοφανή τρίστιχα, ψευδοχάικου.

    Αυτό ισχυρίζεστε όταν γράφετε ότι «το χαϊκού λοιπόν, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται απλώς ένα ποίημα συμπυκνωμένο σε τρεις στίχους», ότι «Ένα τρίστιχο αφαιρετικό ποίημα, δεν είναι κατ’ ανάγκη χαϊκού», ότι «η πλειονότητα των «χαϊκού» που γράφονται από δυτικούς, δεν είναι στην πραγματικότητα χαϊκού», ότι «το χαϊκού δεν είναι τίποτε άλλο από «Σατόρι»».

    Φαντάζομαι ότι κι εσείς ακόμα καταλαβαίνετε πόσο στενάχωρος, προκρούστειος μάλιστα, είναι αυτός σας ο ορισμός. Αν στην ιστορία της λογοτεχνίας κρίναμε με αυτόν τον τρόπο, με όρους δηλαδή ιδεολογικής ορθοδοξίας, με όρους δόγματος, φοβάμαι ότι κάθε συνεννόηση μεταξύ μας θα ήταν αδύνατη. Γιατί, δείτε, ΟΛΑ τα λογοτεχνικά είδη, ΟΛΕΣ οι καλλιτεχνικές μορφές ήταν συνδεδεμένες κατά τη γένεσή τους με ορισμένη κοσμοθεώρηση.

    Η σημαντικότερη δυτική φόρμα των Νέων Χρόνων, λ.χ., το σονέτο, είναι γέννημα του μεσαιωνικού σχολαστικού αριστοτελισμού, η διάρθρωσή του σε πρώτο τετράστιχο, δεύτερο τετράστιχο, και καταληκτικές τερτσίνες αντικατοπτρίζει την δομή ενός, προσέξτε, τυπικού νομικού συμπερασμού: μείζων πρόταση, ελάσσων πρόταση, διατακτικό.

    Δεν είναι τυχαίο ότι επινοητής του σονέτου ήταν ένας Σικελός συμβολαιογράφος, ο θρυλικός Jacopo da Lentini ή da Lentino. Και ότι οι Ιταλοί συνεχιστές του, ο Δάντης και, κυρίως, ο Πετράρχης και οι πετραρχικοί, ακολουθούν πιστά το πρότυπό του και το τελειοποιούν: ζουν και εργάζονται στην ίδια πνευματική ατμόσφαιρα, συμμερίζονται τις ίδιες αρχές και αξίες.

    Δείτε όμως τι γίνεται μόλις το σονέτο μεταφυτευθεί σε διαφορετική πνευματική ατμόσφαιρα: στην Ελισαβετιανή Αγγλία του 17ου αιώνα. Πάει πια και ο σχολαστικισμός και ο αριστοτελισμός! πάει και η τριμερής διαλεκτική διάκριση, πάνε και τα καταληκτικά τρίστιχα! Το σονέτο τελειώνει πλέον με ένα κουπλέ, που δεν συμπεραίνει αξιωματικά, αλλά επαναλαμβάνει απλώς τα ήδη ειπωμένα, η εξαϋλωμένη λατρεία του ερωτικού αντικειμένου γίνεται εμπειρική αναμέτρηση με τη γήινη, σκληρή πραγματικότητα του έρωτα!

    Ανάλογες, άλλοτε μικρές άλλοτε μεγάλες, κοσμοθεωρητικές μεταλλάξεις παθαίνει το σονέτο στη Γαλλία, στα χέρια του Ρονσάρ και των ποιητών της Πλειάδας, στην Ισπανία του Λόπε και του Γαρθιλάσο δε λα Βέγα, στην ποίηση των ρομαντικών, των συμβολιστών και των μοντερνιστών από τον Νερούδα ώς τον Ρίλκε. Και ευτυχώς! Όλος ο απίστευτος πλούτος της παγκόσμιας σονετογραφίας, το γεγονός το ότι ακόμη και στους καιρούς του πιο μορφοκλαστικού μοντερνισμού, το σονέτο δεν έχασε ποτέ την δημοτικότητά του, το γεγονός ότι σήμερα όλο και περισσότεροι νέοι ποιητές σε Ευρώπη και Αμερική, κι εδώ σ’ εμάς, αναμετρώνται με το είδος, οφείλεται ακριβώς στην ευπλασία, στην κοσμοθεωρητική προσαρμοστικότητα αυτής της μορφής.

    Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το χάικου. Το κλασσικό χάικου, του Μπασό ή του Ίσσα λ.χ., αντιπροσωπεύει βεβαίως μια κορυφή της ιαπωνικής ποίησης. Ωστόσο, ως είδος ποιητικό, το χάικου γίνεται πράγματι οικουμενικό μόνο όταν ξεφεύγει από την Ιαπωνία. Τότε μόνο αποδεικνύει πλήρως αυτή η δεκαεπτάστιχη φόρμα το δυναμικό που κρύβει, όταν δηλαδή καλείται να ανταποκριθεί σε εκφραστικές ανάγκες αλλόδοξων ποιητών και διαφορετικών πολιτισμών. Μόνο σήμερα, μετά τον Σεφέρη, μετά τον Ταγκόρ, μετά τον Πας, είμαστε σε θέση να καταλάβουμε το μέγεθος και τη σημασία των σπουδαίων ποιητών του κλασσικού χάικου, ακριβώς επειδή έχουμε με κάτι σημαντικό να τους συγκρίνουμε. Να γιατί σήμερα τόσοι και τόσοι ποιητές ανά τον κόσμο, που δεν γνωρίζουν και δεν ενδιαφέρονται διόλου να γνωρίσουν τον βουδισμό ή το ζεν, γράφουν χάικου, κάποτε μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.

    Τα όσα γράφετε για το κλασσικό χάικου έχουν το ενδιαφέρον τους. Με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι αφορούν, όσο το αφορούν, ΜΟΝΟ το κλασσικό χάικου. Το χάικου του 20ου και του 21ου αιώνα στη Δύση και αλλού, ακόμη και στην Ιαπωνία την ίδια, είναι πολύ διαφορετική υπόθεση.

    Φοβάμαι ότι η κάπως δογματίζουσα και εθνοκεντρική σας θεώρηση, παρότι πηγάζει από την αξιέπαινη πρόθεσή σας να μας μυήσετε στον κόσμο του κλασσικού ιαπωνικού χάικου, σας εμποδίζει να δείτε όλα αυτά τα, κατά τη γνώμη μου, προφανή. Διαβάζω το έργο σας πάντα με ενδιαφέρον. Η τριβή μου με αυτό, μου δίνει νομίζω το δικαίωμα να σας απευθύνω μια συμβουλή: Άλλο πράγμα το διδακτικό, κι άλλο το δασκαλίστικο· το δεύτερο συγγενεύει πολύ με έναν στενόμυαλο ακαδημαϊσμό, που δεν σας ταιριάζει. Με τη δική σας λογική, αν την εφαρμόσουμε αναλογικά, ο Ρίλκε δεν έγραψε ποτέ «πραγματικά» σονέτα. Ο Σαίξπηρ έγραφε μόνο «ψευδοσονέτα». Και για να θυμηθώ το αρχικό μου παράδειγμα: Ακόμη και οι ίδιοι οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν είχαν το δικαίωμα να αποκαλούν τον Παρθενώνα τους δωρικό ναό. Για ποιο λόγο; Μα επειδή ήταν… Ίωνες!

  5. Κάτι ακόμα.

    Φυσικά έχετε το δικαίωμα να πιστεύετε ό,τι θέλετε για τον κ. Μπλάνα και τις μεταφράσεις του. Ούτε η Ρόη ούτε κανείς, σας αμφισβήτησε το δικαίωμα αυτό. Σας ζήτησε μόνο να της εξηγήσετε ΓΙΑΤΙ πιστεύετε ότι ο κ. Μπλάνας είναι τόσο άθλιος μεταφραστής.

    Ομολογώ ότι και εγώ θα ήθελα πολύ να το μάθω.

  6. ***

    Αργά ή γρήγορα, πίσω απ’ αυτή την πόρτα
    που σκέπασαν τα χόρτα,
    μια νέα γενιά θα μεγαλώνει κούκλες

  7. Αγαπητέ Il Notario: σας απαντώ, παρότι δεν χρειάζεται θαρρώ….
    στο «Γιατι» σας:

    «….. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, είμαστε υποχρεωμένοι να θίξουμε τα παρακάτω σημεία, τα οποία αναγνωρίσαμε σε αρκετές μεταφραστικές απόπειρες που είδαν το φως της δημοσιότητας: α) την βιασμένη προσπάθεια να «επεξηγηθούν» τα ποιήματα, και β) τη επικάλυψή τους με εκφραστικές καλολογίες και λυρικά τεχνάσματα. Ξανά και πάλι παραγράφηκε η λεπτότητα και κορυφώθηκαν «συναισθηματισμοί» οι οποίοι δεν είναι βεβαίως δυνατόν να εκφράσουν το πηγαίο συναίσθημα. Αυτές οι γλωσσικές μεταβολές-αδυναμίες κατέδειξαν πράγματι με τον καλύτερο ίσως τρόπο, το πόσο δύσκολο είναι, για τους ανθρώπους της τετράγωνης λογικής, να ανοίξουν το βήμα προς αυτήν την Κενή εσωτερικότητα. Αυτός που γυρεύει γωνίες στον κύκλο δεν πρόκειται να τα καταφέρει.
    Για την μετάφραση όλων των ειδών της ιαπωνικής ποίησης, μα κυρίως για το χαϊκού, που αποτελεί τον κολοφώνα της, απαιτούνται ειδικές, συγκεκριμένες γνώσεις και όχι γενικευμένοι παλαιόφρονες γνώμονες, που αντικατοπτρίζουν την συστολή και την σοβαροφάνεια. Ούτε βοηθά βεβαίως η συμπαθής προσέγγιση και η αναγνωστική αφοσίωση στους ποιητές. Υφίσταται η καθοριστική ανάγκη της ύπαρξης μιας διαισθητικής-ενορατικής ένωσης του μεταφραστή με τον ποιητή, η οποία θα οδηγήσει στην αλυσιδωτή εξέλιξη αυτού του φευγαλέου δεσμού, μέσα στα πλαίσια της ευαισθησίας κάθε αναγνώστη. Επίσης, πέρα από την εξάντληση του μέγιστου δυνατού βιβλιογραφικού όγκου και τη μελέτη του, χρειάζεται να κατέχει κανείς, σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό και την κινέζικη ποιητική παράδοση, η οποία υπήρξε μήτρα και κυριότερη προσλαμβάνουσα της ιαπωνικής…..”

    Καλή σας ανάγνωση.

  8. Μα αγαπητέ Γιάννη Λειβαδά, αυτό ζητάω κι εγώ: Να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους.

    Σε ΠΟΙΟΥΣ αναφέρεστε; ΠΟΙΕΣ είναι τέλος πάντων αυτές οι «αρκετές» μεταφραστικές απόπειρες που δεν τις βρίσκετε της αρεσκείας σας, και γιατί; Δεν μπορεί να είναι μόνο του κ. Μπλάνα, που στο κάτω κάτω ποτέ δεν είπε ότι μεταφράζει mot à mot, αλλά ότι ιδιοποιείται, διασκευάζει για λογαριασμό του το ξένο κείμενο.

    (Φαντάζομαι ότι δεν σας ξεφεύγει ότι στην ιστορία της μετάφρασης ανάλογα έπραξαν πολλοί, δίνοντας κάποτε αριστουργήματα, βλέπε Χαίλντερλιν, βλέπε Πάουντ. Τους καταδικάζετε εξίσου κι αυτούς;)

    Παραδείγματα χρειαζόμαστε, όχι γενικόλογες αρχές. Όσο δεν μας τα παρέχετε, η κριτική σας θα μοιάζει ανούσια ή και θα κινδυνεύει-συγχωρέστε με- να θεωρηθεί κάπως γραφική: σαν τη φορτσάτη ρόδα που γυρίζει στο κενό.

    • Η αρέσκεια είναι κάτι σαν ήχος από την κουδούνα ενός ξεστρατημένου θηλαστικού. Λοξοδρομείτε σε επίπεδο αρνητισμού με δική σας πρωτοβουλία και στόχευση, όχι δική μου. Είμαι αναγκασμένος να σας παραπέμψω σε πιο επιμελημένη ανάγνωση των σχολίων που έκανα.
      Εάν πάλι εξακολουθείτε στην προσωποποίηση των δεδομένων, κάτι που εφορμά από καθαρά εξωποιητική έδρα, μπορείτε να ενημερωθείτε πληρέστατα από τον κατάλογο των ονομάτων της σχετικής βιβλιογραφίας.

      Στο κενό. Φευ.

Σχολιάστε