Αντώνης Ζέρβας, Ποιήματα
ΜΕΣ ΣΤΑ ΠΟΛΛΑ ΝΑΙ
Όχι κύριε δεν μ’ αρέσουν τα τραγούδια σας
κι ας πουλάνε σαν πραλίνες Βρυξελλών.
Προτιμώ τις ψαλμωδίες μιας παλιάς θρησκείας
που σε κάνουν να λυγίζεις γόνατα και ράχη,
έστω κι αν η πίστη έχει ξεραθεί μέσα στα οστά σου.
Προτιμάω τους ενθουσιαστικούς παιάνες
μ’ όλες τις αιματοχυσίες που δεν βγάζουν πουθενά.
Προτιμάω την πασχαλινή στιγγλιά:
L’hanno ammazzato* και τον θρήνο του Ισπανού μες στην αρένα.
Προτιμώ αυτό το νυχτοπούλι, σαν ανοίγω λίγο
να ‘μπει ο αέρας και να μου θυμίσει
ότι πρέπει να ξανακαπνίσω, αν δεν θέλω να μου στρίψει
κάτω από τα μουσικά νταβάνια της αυτόματης ψυχής.
*»Τον χάλασαν»· με την κραυγή αυτή τελειώνει η Cavalleria Rusticana
του Pietro Mascagni.
ΜΟΝΟΧΟΡΔΟΣ ΗΔΟΝΗ
Κι αν έπαυα να ‘μαι ο καλός, ο ευγενής
ο περιποιημένος στην κλασσική γραμμή
του country gentleman με τα συγκρατημένα χρώματα
Αν έδειχνα σε όλους
την ηδονή που παίρνω σκαλίζοντας τη μύτη
την τέρψη να μυρίζομαι τις κάλτσες και τα σώβρακα
τη γελοιότητα που νιώθω με τους φίλους
τις οικογένειες, τις μνήμες και τα σχέδια
Αν έφτυνα την πρώτης θέσεως κηδεία
που παραγγέλνω πάντα στη γλώσσα των αισθήσεων
κι έβγαινα θαρεττά στο μέσον
λέγοντας: έπαινος και τα κρυφά γουρούνια μου
Λες να χαιρόταν επιτέλους
ο άγιος του ονόματός μου
το δόλιο το βρωμόσκυλο του σώματός μου
που οσμίζεται όσα εγώ και οι αξίες μου δε νοιώθουν.
Η ΑΠΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΟΥΣΤΟΥ
Στον παππού μου άρεσαν τα άλογα,
τα όπλα, τα γλέντια κι οι γυναίκες·
δεν κάθησε ποτέ στην τηλεόραση,
έφτυσε την εποχή του κι απέθανε παραμιλώντας.
Όλοι μου λεν πως μοιάζω του παππού μου
κι επειδή ταυτίζομαι με τον Διονύσιο Σολωμό
πασκίζω να γράψω στη γλώσσα της Ζακύνθου
Επειδή ταυτίζομαι με τον Παπαδιαμάντη
κολλάω κεριά και προσκυνάω τους αγίους
και τη μαυρομαντηλούσα ταπεινότητα
Επειδή ταυτίζομαι με τον Καβάφη
ανήκω τα βράδια στη Συγγρού
Κι ένα με τον Σικελιανό
ράβω το λυρικό μου μύθο
που ντύθηκε ο παππούς μου
Αλλά καθώς ταυτίζομαι προπάντων
με τον Καρυωτάκη
πώς γίνεται και δεν αυτοκτονώ;
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ
Έπαθα ό,τι ανέκαθεν φοβόμουν.
Φοβόμουν ότι θα γεράσω, και γέρασα.
Φοβόμουν ότι θα πεθάνει ο πατέρας μου και δεν θα τον ξαναδώ.
Φοβόμουν μήπως με βλέπουν στα σκοτεινά μου και όλα τυφλώθηκαν,
Φοβόμουν τους ανθρώπους της Νέας Ελλάδας με τα πολλά δικαστήρια και τα πολλά ιατρεία.
Φοβόμουν πως θα μου ζητούσαν ν’ αλλάξω συμπάθειες. Πως θα με απέφευγαν για την λατρεία του ήρωα και του χώματος.
Φοβόμουν μήπως ξεμείνω στα ξένα, και ξέμεινα.
Φοβόμουν πως θα γίνω δημόσιος υπάλληλος με προϊστάμενο και μπλἐηζερ.
Φοβόμουν το φθόνο των φίλων και τους φθόνησα.
Φοβόμουν τα χρέη κι έκτοτε δουλεύω για τις τράπεζες και τους τοκιστές.
Φοβόμουν τα θερμοκήπια της ηδονής και όσους φωτίζουν εν Θεώ τους κρύφιους δρόμους.
Φοβόμουν πως θα κρατάω στο χέρι μου το κλειδί και δεν θα το βρίσκω.
Φοβόμουν το μαύρο ναυάγιο κάτω από τη σκάλα της ζωής.
Η φράση του Πλάτωνα έχει ως εξής: ο άνθρωπος είναι σαν να τα ξέρει όλα στον ύπνο του και όλα να τα αγνοεί στον ξύπνιο του.
Η ΣΙΩΠΗ
Βάλανε τη σιωπή να με πνίξει
Κι αυτή μ’ αγάπησε
Κάθεται στα πόδια μου κι απαριθμεί
Με πόσους και πόσους πλάγιασε
Κι ακούω τα ονόματα
Που ανέκαθεν τιμούσα και σεβόμουν
26.03.2009 στις 6:09 μμ
Όντως φρέσκα, αλλά και σίγουρα, τα πατήματα στο χιόνι..
30.03.2009 στις 5:58 πμ
Αποχιονιστής κατάρας.Κόριννα:»τω χειρί σπείρειν ..» εκείνος απτόητος επέμεινε να σωρεύει μύθο σε μύθο άθλα υμνώντας καταπλέοντας αιώνες , άτρομη συμπλοκή :άστρον υπέρτατον κρυπτόμενον.Τί έχεις να του πείς Κόριννα τώρα πιά;
30.03.2009 στις 10:58 πμ
τί θα ήθελε ν’ακούσει;
30.03.2009 στις 1:08 μμ
Μιά Κόριννα πάντα έχει να πεί μιλώντας χιόνι Χιονόνερο σκάβει ώς την πέτρα