Όταν ο ποιητής έχει τον ανθρωποδιώχτη…
Νίκός Καββαδίας, Wιlliam George Allum
Εγνώρισα κάποια φορά σ’ ένα καράβι ξένο
ένα πολύ παράξενο Εγγλέζο θερμαστή,
όπου δε μίλαγε ποτέ κι ούτε ποτέ είχε φίλους
και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή.
Όλοι ‘λεγαν μια θλιβερή πως είχε ιστορία
κι όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί
έλεγαν ότι κάποτες, απ’ το λαιμό ως τα νύχια,
είχε σε κάποιο μακρινό τόπο στιγματιστεί.
Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα,
μια μπαλαρίνα στη κοιλιά, που χόρευε γυμνή
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε
με στίγματ’ ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή…
Και λέγαν ότι τη γυναίκα αυτή είχεν αγαπήσει
μ’ άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή
κι εκείνη τον απάτησε με κάποιο ναύτη Αράπη
γιατί ήτανε αναίσθητη γυναίκα και κοινή.
Τότε προσπάθησε αυτός να διώξει από το νου του
τη ξωτική που αγάπησε, τόσο βαθιά, ομορφιά
κι από κοντά του εξάλειψεν ό,τι δικό της είχε,
έμεινεν όμως στης καρδιάς τη θέση η ζωγραφιά.
Πολλές φορές στα σκοτεινά, τον είδανε τα βράδια
με βότανα στο στήθος του να τρίβει, οι θερμαστές…
Του κάκου, γνώριζεν αυτός -καθώς το ξέρουμ’ όλοι-
ότι του Αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές…
Κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το Bay of Bisky
μ’ ένα μικρό το βρήκανε στα στήθια του σπαθί.
Ο πλοίαρχος είπε: «Θέλησε το στίγμα του να σβήσει»
και διάταξε στη θάλασσα τη κρύα να κηδευτεί.
———————————————————————————————
Κώστας Καρυωτάκης, Πρέβεζα
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
——————————————————————————————–
Καλλίμαχος, Επίγραμμα ΙΙΙ
Εχθρεύομαι το ποίημα το κυκλικό
κι ούτε ο δρόμος μ’αρέσει που πολλοί τον αραδίζουν.
Μισώ και τον πολυτριγύριστο ερωμένο,
κι ούτε απο βρύση πίνω κοινή.
Σιχαίνομαι όλα τα δημόσια.
——————————————————————————————–
Κωνσταντίνος Καβάφης, Όσο μπορείς
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
———————————————————————————————
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τέλος
Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά
καλύτερη κι απ’ότι λαχταρούσα
τώρα που μου ’ρθαν όλα όπως τα θελα
κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου,
νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει.
25.03.2009 στις 12:27 πμ
Αναμένονται συνεισφορές.
26.03.2009 στις 6:58 μμ
όταν ο ανθρωποδιώχτης δεν είναι προνόμιο του ποιητή:
πως ο χρόνος περνάει;
πώς το σύμπαν μου παίζει παιχνίδια;!..
λες και έχουν όλες οι δυνάμεις συνομωτήσει προκειμένου να μην έχω αυτό που θέλω…
Τι ήθελα και πιστεψά τον Coelio!!
ή μήπως δεν το θέλω αρκετά;
μήπως αντι να μου αντιτίθενται
με προφυλάσουν απο κάτι που προβάλλεται πιο ομορφο και αληθινό απο ότι πραγματικά είναι;
Και πως μπορώ να είμαι σιγουρος;
πώς μπορώ εφόσον η υπόσχεση που όλα δείχναν πώς θα αθετηθεί δεν δώθηκε ποτε;
Αναρωτιέμαι ποιες πληγές με σπρώχνουν να επιλέγω πάντα αθληματα που χρειάζεται συμπαίκτης. Ποιές κρυφές αλήθειες οδηγούν έναν ανθρωπό που η μοίρα του είναι η μοναξία να κάνει επιλογές οι οποίες για να ζωντανέψουν πρεπει να ανεραιθεί η ίδια του η μοίρα;
Και ενώ καταλήγω να είμαι αδύναμος.. με την αίσθηση πώς κάθε νευρώνας έπαψε να λειτουργει, και το μόνο που μπορώ να κάνω ειναι απλά να κάθομαι και να κοιτώ την ευτυχία να φέυγει.Και ενώ καταλήγω να είμαι αδύναμος σε έναν κόσμο που μου γλυστράει μέσα απο τα χέρια μου, κάνω ξανά την ίδια επιλογη.
Κατι δεν πάει καλά.. και δεν μπορώ να κάνω τίποτα… μοναχά να κοιτώ την ευτυχία που φεύγει, όλο και πιο μακρυά.
Είναι τελικά αυτό που με φοβίζει περισσότερο η αίσθηση της ολοκληρωτικής απώλειας ελέγχου;
Με τρομάζει το γεγονός πως είμαι έρμαιο καταστασεων και οι επιλογές που κάνω δεν είναι απαντήσεις στο ερώτημα τι θέλω περισσότερο, τι λαχταρά η καρδιά μου, τι ποθεί το σώμα μου.
Τρομάζω που το ερώτημα που απαντώ και πάλι είναι, «πώς το αντιμετωπίζουμε τώρα και αυτό».
Και εξακολουθώ να παλεύω με όλη μου την ύπαρξη για να μπορώ να κάνω ξανά και ξανά την επιλογή να πιστεύω, να αγαπώ και να σέβομαι τους ανθρώπους.
Και εξακολουθώ να αναρωτιέμαι
πώς περνάει ο χρόνος και πως αντέχει να παίζει παιχνίδια το σύμπαν με την φτωχή καρδιά μου…
26.03.2009 στις 7:35 μμ
«Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό..»
Καββαδίας πάλι.
Το βιολί μου εγώ.
26.03.2009 στις 7:40 μμ
Τον Coelho μην τον εμπιστεύεστε πάρα πολύ θα έλεγα.
28.03.2009 στις 11:50 πμ
Γιατί το λέτε αυτό; Παραθέτω τη μαρτυρία ότι αρκετά εξάχρονα παιδάκια τα οποία εγνώρισα προσωπικά (και άρα κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τη δήλωσή μου) έπειτα από σοβαρή μελέτη έργων του είχαν μια σχετική προκοπή για τα επόμενα ένα δύο χρόνια της ζωής τους.