Επιλογή από την Ελληνική Ποιητική Ανθολογία Θανάτου του 20ού αιώνα (επιμ. Γ. Βαρβέρης-Κ.Γ. Παπαγεωργίου)

IH211696

Κώστας Μόντης

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Δεν πέθανε
Απλώς μετεκόμισε στους στίχους του.

ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Λέγε ο,τι θες. Θα συναντηθούμε μια μέρα.

ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΤΑΦΟΥ

Είν’αυτό το κόκκαλο πού με χάιδευε κι αναρριγούσα;

ΤΟ ΕΓΓΟΝΑΚΙ ΜΟΥ ΤΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ

Πέστε του πως όπου να ναι θα γυρίσω
πέστε του πως πήγα να πάρω ψωμί
πέστε του πως πήγα στο ταχυδρομείο να κοιτάξω για γράμματα.

ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

Είχα να πω κάτι ακόμα, Κύριε,
όμως αν νομίζεις…
Δεν ξέρω, Εσύ αποφάσισε.

———————————————————————————————-

Νάσος Βαγενάς

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Όλη τη νύχτα έβρεχε. Και το πρωί
τα φορτηγά κατέβηκαν με λάστιχα λασπωμένα.
Οι νεκροί μετακομίζουν σ’άλλα σώματα αφήνοντας
μεγάλες γρατσουνιές στο δέρμα.
Ο ουρανός το γυρίζει γρήγορα στο γαλάζιο.
Ένας καυτός ήλιος περνάει
σφυρίζοντας πάνω απ’το κεφάλι μου.
«Ο θάνατος δεν είναι τίποτα», μου έλεγε
τις προάλλες ένας ταξιτζής.
«Μια απλή διακοπή του φωτός. Όπως όταν
δεν έχεις να πληρώσεις το λογαριασμό»

————————————————————————————————-
Βασίλης Στεριάδης

4-ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΗΝ ΠΛΑΖ

Λιγάκι ασύλληπτος να σας προσφέρει ένα δυστύχημα ή ένα
θαύμα. Ερχόταν ο λαχανιασμένος δικηγόρος με τα χρήματα.
Σκύψε σιγά, μου έκανε, όπως οι δυστυχισμένοι ελέφαντες
πάνε απόμερα για να ψοφήσουν. Το άλλο απόγευμα μηδέν
ελέφαντες, πίναμε οι δυό μας μοίρα. Έφερε τις φιγούρες
του, που ήταν όλες πικρές σαν ο Ιησούς Χριστός
με το μούσι του. Του διηγήθηκα μαλακά την ιστορία:
όλη τη νύχτα που ανακάτευε μοτοσικλέτες
αυτός ο ήρεμος νεαρός. Το πρωί κατόπιν πέθανε
απο βλακεία, όπως στα παλιά γουέστερν.
Πιο καλά στα θαλάσσια ξύλα ή στα ξύλινα τείχη
όπως έλεγαν, στα θαλάσσια ποδήλατα. Περπατάμε
μαζι στα αιώνια ύδατα, επι των υδάτων φερόμενοι
μπαλόνια, θαύματα, μπαλκόνια.
Και μας περίμενε στο μπαρ ο φίλος μου ο Μιχάλης
μια τρομερή προσπάθεια να φέρει καλαμάκια.

—————————————————————————————————

Διονύσιος Σολωμός

ΠΡΟΣ ΤΟΝ Κ.ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΔΕ ΡΩΣΣΗ
ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ

Του πατέρα σου, όταν έλθεις,
δε θα ιδής παρά τον τάφο.
Είμαι ομπρός του, και σου γράφω,
μέρα πρώτη του Μαϊού.

Θα σκορπίσουμε το Μάη
πάνου στ’άκακα τα στήθη,
γιατί απόψε αποκοιμήθη
εις τον ύπνο του Χριστού

Ήταν ήσυχος κι ακίνητος
ως την ύστερη την ώρα
καθώς φαίνεται και τώρα,
που τον άφησε η ψυχή.

Μόνον, μια στιγμή πριν φύγει
τ’ουρανού κατα τα μέρη
αργοκίνησε το χέρι
ίσως για να σ’ευχηθεί.

———————————————————————————-

Παυλίνα Παμπούδη

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Κι αυτό το κάτι
Γρατσουνά τον ύπνο μου
Τώρα που ξαφνικά όλα τα εννοώ
Και τ’αντέχω –

(Αμέσως, ξημερώνει.
Γίνονται σωροί στάχτης τα βουνά
Ένας αναίτιος άνεμος σηκώνεται)

Τό θά
του θανάτου θάλλει
Στο βάθος καθώς
Ένα χι
Από ψυχή
Βήχει απαρηγόρητα –

———————————————————————————————

Μανόλης Αναγνωστάκης

Ο ΝΕΚΡΟΣ

Ήρθαν τα πρώτα τηλεγραφήματα

Σταμάτησαν τα πιεστήρια και περίμεναν

Έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές.

Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

Όλοι φόρεσαν τις μαύρες γραβάτες

Δοκίμασαν στον καθρέφτη τις συντριμμένες πόζες

Ακούστηκαν οι πρώτοι λυγμοί τα θλιβερά εγκώμια.

Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

Στο τέλος οι ώρες γινήκαν μέρες

Εκείνες οι φριχτές μέρες της αναμονής

Οι φίλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται

Έκλεισαν τα γραφεία τους σταμάτησαν τις πληρωμές

Γυρνούσαν τα παιδιά τους αδέσποτα στους δρόμους.

Έβλεπαν τα λουλούδια να μαραίνονται.

Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

(Τόσα και τόσα πράγματα πού δεν προβλέπονται

Τόσες συνέπειες ανυπολόγιστες, τόσες θυσίες,

Σε ποιους υπεύθυνους να διαμαρτυρηθείς, που να φωνάξεις;)

Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
—————————————————————————————————

Νίκος Καρούζος

ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αητό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε
όταν έχετε δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα.

Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

6 Σχόλια προς “Επιλογή από την Ελληνική Ποιητική Ανθολογία Θανάτου του 20ού αιώνα (επιμ. Γ. Βαρβέρης-Κ.Γ. Παπαγεωργίου)”

  1. καλύτερα ο τίτλος να μικρύνει σε:
    Ελληνική Ποιητική Ανθολογία Θανάτου του 20ου αιώνα

    πιο καλαίσθητο
    (και μετά σβήνεις και το ποστ τούτο)

  2. Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου – Ὁ θάνατος τοῦ Μύρωνα
    —————————————————————-
    Τὸ ξέρω, δὲν ἀξίζει τόση ἐπιμονὴ
    μέσα στὴν ἐκμηδένιση. Καὶ ὅμως, χρόνια
    μετά, ὁ Μύρωνας θὰ γίνει μουσικὴ καὶ φῶτα
    αἷμα καὶ γέλιο ἐνὸς παιδιοῦ, σπαρμένοι
    ἀγροὶ καὶ θάλασσες, κι’ ὅλα τὰ μάτια τῶν παιδιῶν
    θὰ τὸν θυμίζουν γέρνοντας σὰ στάχια
    ἀπὸ ψιλὴ βροχὴ στὰ πεζοδρόμια. Ἐκεῖνος
    ἀνεπανάληπτη φωνὴ μέσα μου θὰ σωπαίνει
    ἀνάβοντας τὴν ὀμορφιὰ στὸ σκοτωμένο νόημα
    ποὺ ἡ ζωὴ περιέχει. Γιατί τὸν εἶδα πόσο
    καρτερικὰ φυτεύτηκε γιὰ πάντα, ψιθυρίζοντας
    «ἤμουν πολὺ νέος γιὰ θάνατο, θὰ ἐπιστρέφω πάντα
    τὰ καλοκαίρια, ὅσο ὑπάρχεις, κι’ ὕστερα
    θὰ σταματήσουν ὅλα»
    Θεέ μου, ἑτοιμάζεις
    κόσμο ἀπατηλό, ἀτρικύμιστο γιὰ τὸ χαμό μου

  3. Μιχάλης Γκανάς – Παραλογή (Ἀπόσπασμα)
    ———————————————————-

    – Ἐσύ δέν θά πεθάνεις.
    – Μάζεψε τή φωτιά.
    – Πεθαίνουν οἱ μανάδες; Δέν πεθαίνουν.
    – Ὄχι. Κοίταξε μήν καεῖς.
    – Κι ἡ μάνα τοῦ Νικόλα γιατί πέθανε;
    – Ἦταν ἄρρωστη πόναγε ἡ καημένη.
    – Κι ἐσένα πού σέ πόναγε τό δόντι;
    – Ἄλλο τό δόντι. Δέν πέθανε κανένας ἀπό δόντι.
    Σύρε νά παίξεις.
    – Δέ θέλω. Θέλω νά μήν πεθάνεις.
    – Μπά σέ καλό σου. Φέρε μου τό σινί.
    – Ἡ γιαγιά ὅμως θά πεθάνει.
    – Θά ‘σαι μεγάλος τότε μή φοβᾶσαι.
    – Πόσο μεγάλος θά ‘μαι;
    – Ἄντρας. Θά ‘χεις γυναῖκα καί παιδιά.
    Μπορεῖ κι ἀγγόνια.
    – Κι ἐσύ πῶς θά ‘σαι τότε;
    – Σάν τή γιαγιά. Γριούλα.
    – Σάν τή γιαγιά; Φαφούτα μ’ ἕνα μάτι…
    Ἐσύ δέν θά ‘σαι ἔτσι. Καί οὔτε θά πεθάνεις.
    Θά πεθάνεις;
    – Ὄχι δέν θά πεθάνω. Φέρε τή γάστρα.
    – Ἅμα πεθάνεις θά πεθάνω νά τό ξέρεις.
    – Κούφια ἡ ὥρα. Μή λές τέτοιες κουβέντες.
    – Ἅμα πεθάνεις θά πεθάνω. Μ’ ἀκοῦς;
    Σ’ ἀκούω. Ψεύτη.
    Οὔτε αὐτά πού μοῦ ‘ταξες παιδί δέν κράτησες.

  4. Γιώργης Παυλόπουλος

    Ἡ Στάχτη

    Φύσαγε ὁ ἀγέρας
    ἀνέβαζε τὴ στάχτη τους
    τὴν πήγαινε στὸν οὐρανὸ
    φοβόταν ἐκείνη φοβόταν
    οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.

    Πάψε τρελέ του ἔλεγε
    δὲν εἴμαστε πιὰ στὴ γῆ
    δὲν ἔχουμε πιὰ δέρμα
    δὲν ἔχουμε μαλλιὰ
    δὲν ἔχουμε μήτε μάτια.

    Γίναμε στάχτη τῆς ἔλεγε
    ὅμως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω
    καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη
    ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στάχτη
    καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη.

    Εἶμαι ἡ στάχτη σου τοῦ ἔλεγε
    καὶ εἶσαι ἡ στάχτη μου
    μὰ ποῦ ἀνεβαίνουμε ποῦ πᾶμε
    κι ὅλο φυσάει κι ὅλο σὲ χάνω
    οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.

    Πάψε τρελέ του ἔλεγε

  5. posa asteria na metrw,
    posa na logariazw…
    otan ta matia so0 ta 2,
    egw dn ta kuttazw…

  6. Δημήτρης Says:

    Γιάννης Βαρβέρης
    1917

    Οι ξένες συνοδοί
    και οι γέροντες
    κοιτάζονται
    σαν λίγο πριν την από την επανάσταση του ’17.
    Όλοι ξέρουν πως θα γίνει.
    Οι συνοδοί αδημονούν
    οι γέροντες τρέμουν.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: