
Του Τάκη, ανάμνηση των ημερών της Πύλου
Γιατί βαθιά μου επίστεψα και δόξασα τη γη,
και στη φυγή δεν άνοιξα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον εβύθισα το νου μου στη σιγή
και σάμπως αλυσσόδεσα στο χώμα τα όνειρά μου,
νάτη, που πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου!
Γιατί δεν εσκορπίστηκα, στο πότε και στο πώς,
μα εβύθισα τον πόνο μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο τρίσβαθος σκοπός,
νά τώρα, που ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπει η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!
Γιατί δεν είπα: εδώ αρχινά η ζωή κ’ εδώ τελειώνει,
μα όπως η μέρα η βροχερή φέρνει πιο πλούσιο φως
κι’ ως ο σεισμός βαθύτερα την πλάση θεμελιώνει
τι ο ζωντανός παλμός της γης, που πλάθει, είνε κρυφός,
νά, που ό,τι στέκει εφήμερο, σα σύννεφο αναλυώνει,
νά, που κι’ ο μέγας θάνατος, μου γίνεται αδελφός!
Πύλος, 27.8.1937
* Το άτιτλο αυτό ποίημα του Α.Σ. στις μετέπειτα μορφές του (δημοσιευμένες στα 1938 και -η οριστική- στα 1946) τιτλοφορήθηκε «Γιατί βαθιά μου δόξασα». Το αρχικό χειρόγραφο του ποιητή παρουσιάστηκε μεταγραμμένο από τον Κώστα Μπουρναζάκη στο περιοδικό Νέα Εστία, τχ. 1740, Δεκέμβριος 2001.