Δίφιλος, Γλυκόφριξ και Μαριγούλα

 

Στην ουσία αναφέρομαι στο ότι, παρά την τόλμη της,
εντούτοις οπισθοχωρώντας άγγιξε την άκρη του κακτώδους σχηματισμού,
που ήθελε να φυτρώσει στον κήπο.
Οπισθοχωρώντας και με τα οπίσθια.
Τολμηρή, ναι, παράτολμη, μα καπάτσα κιόλας.
Στραμμένη συνεχώς στη χαραμάδα του ήλιου, που σου δείχνει τα σπόρια του να φας.
Δεν αμφισβητώ της προθέσεις της καλέ, απλά λέω, πως μεγάλη η μύτη του αναγνώστη ντετέκτιβ.
Να, όταν γυρνάς στην τελευταία σελίδα, θ’ ανακαλύψεις και το μυστήριο και το φονιά και τα κίνητρα ίσως.
Γι’ αυτό κι αυτή, δεν έκανε δα και καμιά καινοτομία.
Στην τελευταία σελίδα γύρισε και είδε:
« «Κύριε Γλυκόφριξ συλλαμβάνεστε! Ήλιε, επιληφθείτε!», Ο Ηρακλής Πουαρώ αναφώνησε στη συνεστίαση.»

Και όταν βγήκε διαλαλώντας το μαντάτο και καλά,
«Ο Γλυκόφριξ, ο Γλυκόφριξ το ‘κανε κι ο ήλιος μάρτυς και δικαστής!»
όλοι συγκεντρώθηκαν γύρω και σουσουρίζαν,
τι κατηγόριες, τι φοβίες που ξερνούσανε
κι αυτή ένα γέλιο, μάνα μου, μέχρι τ’ αυτιά.
Ο ήλιος είχε τον πρώτο λόγο και τον έβαλε συνήγορο κατηγορίας.
Αυτός, τι να τσακωθεί τώρα, «Καλά.» λέει και κάθεται.
«Έχεις το όπλο Μαριγούλα; Το όπλο του κυρίου Γλυκόφριξ;»
«Έχω.», του λέει «Η αγκαθούρα του κήπου: της έπαιρνε βελόνες και τις σφήνωνε στον κώλο των θυμάτων»
Γέλασε το ακροατήριο. «Σωπάτε!», λέει ο ήλιος αυστηρά. «Να μας το αποδείξεις!»
«Μα είναι ηλίου φαεινότερον! Παραμόνευε πίσω από το φυτό με φυσοκάλαμο και στόκο, όταν πέρναγαν οι τροφαντές έκοβε, όπλιζε, φύσαγε και πάλι απ ‘την αρχή!»

Ο Γλυκόφριξ στο μεταξύ είχε συλληφθεί και παρουσιαζόταν στο εδώλιο.
Είχε χλομιάσει ο κακομοίρης.
«Τι μου λέτε, εγώ ήμουνα πάντοτε εντιμότατος, φίλοι μου! Κώλον δίδος δεν τρύπησα, χωρίς να το ζητήσει!»
«Και ποιος θα το ζητούσε;» φώναξε η Μαριγούλα με μια οργή, σαν τη χαρά του Τζέκινς Χαν.
Ο ήλιος έξυσε τον ύπερο. Είχε ήδη βαρεθεί.
«Λοιπόν, ακούστε. Αν λες εσύ αλήθεια Μαριγούλα, ο Γλυκόφριξ θα πάει στη στενή να σπάζει μάρμαρο.»
»Αν όμως τον κατηγορείς ματαίως, θα σου γεμίσω τον πισινό βελόνες, τ’ άκουσες;»
«Λέω την αλήθεια, να μά την πίστη μου, ήλιε μου! Το ξέρω, το μηνύθηκα, το ‘χω σιγουρεμένο.»
Ο Γλυκόφριξ είχε αρχίσει να ιδρώνει και τα χέρια του να τρέμουν.
Φοβόταν πως η Μαριγούλα τον είχε δει από κάπου, κάπως, κάτι θα ‘χε ακούσει και τώρα θα φανερώνονταν όλα. Έπρεπε να βρει μια πονηριά μεγάλη, τώρα δεν είχε τη σκιά του κάκτου να τον φυλά, ούτε την άνεση του κρυψίνου.
Φώναξε: «Ακούστε! Με λυγίσατε! Λέγω την ενοχή μου! Από του αγκαθόφυτου, πετούσα τα βελόνια. Είχα μεγάλο καημό με τη σκοποβολή μου, μού την απαγορέψανε πριν από τρία χρόνια. Μα τι κακό να έκανα; Ποια πόνεσα περίσσια; Εγώ απλώς προσπάθησα, για να φυσάω ίσια. Και μη σας πω, συνάδελφοι, πως όλες τους τα ‘θέλαν! Αχ, τούτος ο φεμινισμός, έγινε καραμέλα!»

Η Μαριγούλα τρέλα, φώναζε, άφριζε: «Σφάξτε τον, κάφτε τον και στην πυρρά πετάχτε τον! Συκωταριά, εντεράκια!»
Ο ήλιος είχε τόσο κουραστεί, που ‘τρωγε πασατέμπος.
«Γλυκόφριξ, αφού ομολόγησες την πράξη σου, σε καταδικάζω σε εφτά σελήνες μαρμάρωμα. Η συνεδρίασης λύεται.»
Η Μαριγώ δεν έλεγε όμως να ηρεμήσει, πάλευε να τον γραπώσει να τον κάνει κομματάκια το Γλυκόφριξ.
Αυτός, με ηττημένη ματιά την κοιτούσε, υπό την προστασία των πολισμάνων ροζ.
Αραίωσε κι ο κόσμος, «Εντάξει, βρέθηκε ο κακούργος.», λέγαν. «Εντάξει, δεν έκανε και κανά κακούργημα!», λέγαν άλλοι.
Η Μαριγούλα αμάζευτη, εκεί να τον αρπάξει.
«Μα τι μανία είναι αυτή; Δεν πήρες δικιοσύνη; Εγώ θα σπάζω μάρμαρο κι εσύ θα σπέρνεις ξανά τον τραχανά σου.»
«Όχι, πρέπει να σε βαστώ, στα χέρια μου να φύγεις. Το τέλος δεν προμάντεψα, μα το ‘κανα δικό μου, το αναφέρει καθαρά ένα βιβλίο παλπ φίξιον. Αν τώρα έρθει ο Πουαρώ να λύσει το μυστήριο, θα προδοθώ στα μάτια του, αν είσαι ζωντανούλης.»
Στο βάθος φάνηκε η σιλουέτα ενός κοντόχοντρου μουστακαλή κυρίου, με καπέλο και ομπρελίνο. «Bon jour! Άλγησα φίλοι μου;» είπε τραγουδιστά.
«Μα καλά, είσαι χαζή;» είπε ο Γλυκόφριξ τότε. «Αν εσύ είδες το τέλος από πριν, τότε το τέλος άλλαξε και τώρα το τέλος είναι ότι είδες το τέλος και ο χοντρός θα γίνει καπνός και δράκος φλογοβάλλων, εκτός κι αν με σκοτώσεις, οπότε θα το βρει και πάλι αυτός και τότε όχι μάρμαρα θα σπας, πέτρες θα καταπίνεις κακομοίρα! Χαζή είσαι, Μαριγώ;»

Επίλογος:

«Ωχ ωχ ωχ!», είπε σιγά η Μαριγούλα. «Τώρα ποιος με γλυτώνει από τα λέηζερ της κόλασης και του ντετέκτιβ Π.
»Καλύτερα να φύγω, πριν με δει και μου την πει. Δεν είμαι εγώ παιδί για τέτοια.
»Άλλη φορά θα σκέφτομαι δυο φορές, πριν το παίξω Κλωθώ και Άτροπος και Ντόκτορ Έμμετ Μπράουν μαζί, συμφορά μου!»

Επιμύθιο:

Να αφήνεις τα αγκάθια του κάκτου στη θέση τους και να μην είσαι καρφί, γιατί είτε θα σπας μάρμαρο είτε θα φας πέτρες και λέηζερ είτε βελόνες στον κώλο.

Αυλαία

2 Σχόλια προς “Δίφιλος, Γλυκόφριξ και Μαριγούλα”

  1. μπράβο ρε διφιλένιε ξαναγέλασα και τη δεύτερη φορά που το διάβασα.

    Sehr Gut mein Freund!
    Ihan Hyvää mun ystävani!
    Πολύ καλά φιλένιε μου!

  2. Ευχαριστώ όμορφα μου φίλη! Και να θυμόμαστε όλοι να μη διαβάζουμε το τέλος πρώτο και να μην το λέμε στον άλλον αν το ξέρουμε.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: