Εουτζένιο Μοντάλε, Ας μιλήσουμε για τον ερμητισμό
Δεν επεδίωξα ποτέ να γίνω δυσνόητος και ως εκ τούτου δεν νοιώθω ιδιαίτερα κατάλληλος να σας μιλήσω για τον υποτιθέμενο ιταλικό ερμητισμό, η ύπαρξη του οποίου προϋποθέτει την παρουσία στη χώρα μας – πράγμα για το οποίο πολύ αμφιβάλλω – μιας ομάδας συγγραφέων που συστηματικά θέτουν ως στόχο τους την κατάργηση της επικοινωνίας ανάμεσα στο δημιουργό και το κοινό. Θα προσπαθήσω ωστόσο να δώσω μια σύντομη απάντηση στα ζητήματα που εγείρουν οι ερωτήσεις σας. Αν αφήσουμε κατά μέρος την αξιοπρόσεκτη τάση των κριτικών προς τον δυσνόητο λόγο, πρόκειται στην καλύτερη περίπτωση για εκκολαπτόμενους ποιητές, οι οποίοι συνεργάζονται ή και μετέχουν σε μια ποιητική σχολή που γεννιέται ή θα μπορούσε να γεννηθεί ανεξάρτητα ίσως από τη συνεργασία τούτη. Κι ας παραλείψουμε επίσης τις συμπάθειες προς τον υπερρεαλισμό που εμφανίζονται εδώ κι εκεί στα γραπτά των νέων: καρπό του μιμητισμού είτε μιας εκλεκτικής συγγένειας που πάντως δεν έχει δώσει μέχρι στιγμής τίποτε το αξιόλογο. Αν τούτα καταλήξουν όντως σε κάτι, θα σφάλει όποιος προσπαθήσει να το κατανοήσει συγχέοντας τα πνευματιστικά[1] αυτά δημιουργήματα με τα έργα τέχνης, όπως συνήθως τα εννοούμε. Ας περιοριστούμε λοιπόν στην ποίηση εκείνη που δεν γίνεται μεν κατανοητή κι ωστόσο επιζητά ολοφάνερα να κατανοηθεί, με άλλα λόγια να κριθεί σύμφωνα με τα κριτήρια των έργων τέχνης, των έργων πραγματικής επικοινωνίας. Και μέχρι να μπορέσει αύριο να γίνει κατανοητή, ας φροντίσουμε σήμερα, δίχως να δυσανασχετούμε, να αντιληφθούμε την αιτία του φαινομένου. Φαινόμενο το οποίο σχετίζεται άμεσα με την πορεία εκείνη της απελευθέρωσης, με την κατορθωμένη αυτονομία του καλλιτεχνικού γεγονότος που οι συγγραφείς των πραγματειών περί αισθητικής γνωρίζουν καλά και πρόσφατα μάλιστα υπήρξε το θέμα ενός γερά τεκμηριωμένου βιβλίου του Αντέσκι[2]. Η ποίηση, για να περιοριστούμε σε αυτή, αναζήτησε τον ίδιο της τον εαυτό, τους νόμους της «καθαρότητάς» της, και μερικές φορές έφτασε μέχρι το σημείο να αντλήσει την ίδια την έμπνευσή της από την αυτοσυνειδησία τούτη. Ας ακολουθήσουμε, προκειμένου να διαφωτιστούμε, ένα ορισμένο νήμα σκέψεων μόνο και μόνο για να βρούμε ένα δρόμο (τα νήματα είναι βέβαια πάμπολλα). Είναι γνωστή η αντίληψη – που ο Πόου[3] τη δανείστηκε από τον Κόλεριτζ – σύμφωνα με την οποία αποδεκτό και νόμιμο είναι μόνον το μικρό ποίημα· επειδή ακριβώς δεν γινόταν δεκτή μια αισθητική απόλαυση ή συγκίνηση μεγάλης διάρκειας. Για μια τέτοια θεωρία ένα εκτενές ποίημα δεν είναι παρά μια συγγραφή μικρών ποιημάτων, που η συνοχή τους είναι μάλλον πλαστή κι επιφανειακή. Αντίληψη στην οποία αντιτάχθηκε ( σε πιο πρόσφατη εποχή ) πώς η ηθικο-ψυχολογική ενότητα ενός εκτενούς ποιήματος είναι δυνατόν να δημιουργήσει έναν γενικό τόνο που συνενώνει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τα σκόρπια μέλη ενός ποιήματος. Η απάντηση δεν είναι αναντίλεκτη ( διαισθάνεται τι θα μπορούσε να αντιτάξει ένας Πόου, ένας Κρότσε, ένας Βαλερύ και μέχρι κι ένας… Λεοπάρντι )· ας αφήσουμε όμως προς το παρόν το ζήτημα αυτό κατά μέρος. Γεγονός πάντως είναι πως η θεωρία είχε απήχηση· όχι η θεωρία αυτή καθαυτή, εννοείται, μα τα έργα για τα οποία και από τα οποία γεννήθηκε μέσα σ’ ένα κλίμα προοδευτικής ευαισθητοποίησης και των άλλων τεχνών. Και το σύντομο ποίημα, το αυτόνομο ποίημα, εμπλουτισμένο ακριβώς με δάνεια κι από τις άλλες τέχνες, που κι αυτές με τη σειρά τους έιχαν αρχίσει να αποζητούν την αυτονομία τους, επικράτησε. Είναι ωστόσο σαφές πως το σύντομο ποίημα όφειλε να κερδίσει σε ένταση αυτό που είχε χάσει σε έκταση. Από το σύντομο όμως ποίημα σ’ έναν ποιητικό λόγο έντασης και πυκνότητας ο δρόμος δεν είναι μεγάλος· κι ακόμη μικρότερος είναι ο δρόμος από την ένταση στο δυσνόητο ποίημα. Και να λοιπόν που φτάσαμε σε μια ικανοποιητική εξήγηση: μια από τις πολλές, εξηγούμαι. Ο υποτιθέμενος δυσνόητος ποιητής έιναι, στην ευνοϊκότερη γι’ αυτόν εκδοχή, εκείνος που δουλεύει το ποίημά του ως αντικείμενο, επισωρεύοντας ενστικτωδώς σ’ αυτό αισθήσεις και υπεραισθήσεις, συμφιλιώνοντας μέσα σε τούτο τα ασυμφιλίωτα, ώστε να το καταστήσει το σταθερό, το ανεπανάληπτο, το οριστικό σύστοιχο της εσωτερικής του εμπειρίας.[4] Ας σημειωθεί πως ο σύγχρονος ποιητής, αυτόνομος ως προς την αυστηρότητα με την οποία εξοβελίζει από το δημιούργημά του κάθε τελεολογικό στοιχείο, εξω-αισθητικό, είναι κάθε άλλο παρά αυτόνομος στο να ορίζει την τέχνη του, και δέχεται σημαντικά δάνεια από τις άλλες τέχνες, οι οποίες με τη σειρά τους δανείζονται εξίσου από τη δική του, την ποίηση. Αυτό περιπλέκει ακόμα περισσότερο τη φύση του ποιητικο-εικαστικο-μουσικού προϊόντος μας και αυξάνει, κατά περισσότερο από μία έννοια, τις πιθανές αιτίες της δυσκατανοησίας. Μία ωστόσο παραμένει η γενικότερη τάση, στις πάμπολλες βέβαια εκδοχές της, και είναι η τάση προς το αντικείμενο, προς την τέχνη που έχει ενδυθεί και σαρκωθεί το ίδιο το εκφραστικό της μέσο, προς το πάθος που μεταμορφώνεται σε πράγμα[5]. Και ας προσέξουμε πως εδώ δεν εννοούμε ως πράγμα την εξωτερική μεταφορά, την περιγραφή, μα μονάχα την αντίσταση της λέξης μέσα στη συντακτική της αλληλουχία, την αντικειμενική περαιωμένη σημασία ( όχι την παρνασσική ) μιας μορφής sui generis, που κρίνεται κατά περίπτωση. Ποίηση που στρέφεται ενάντια στην παράδοση; Όχι βέβαια, ποίηση που ανήκει στη μόνη παράδοση για την οποία η Ιταλία, εδώ και αιώνες, μετράει στον κόσμο. Ποίηση απομακρυσμένη από τη περί φαντασίας αντίληψη που διαμορφώθηκε από τον Βίκο μέχρι και τον Ντε Σάνκτις; Κάθε άλλο, διότι όχι μόνον σχετίζεται με αυτήν αλλά και απορρέει κατά κάποιο τρόπο από την ιδεαλιστική φιλοσοφία, αν πράγματι η φιλοσοφία τούτη, που τώρα έχει αποσυντεθεί σε μια νέα και βαθύτατη εμπειρία[6], αποτελεί μία από τις αιτίες που οδήγησαν στη σημερινή « ευαισθητοποίηση » των τεχνών. Εδώ όμως αγγίζουμε το πιο δύσκολο σημείο. Η λυρική ποίηση, ως είδος, είναι μια αφαίρεση και μπορεί να γίνει συγκεκριμένη μόνον σε ορισμένες περιπτώσεις· η ποίηση, που εισήλθε πριν από λίγο στον κύκλο των Καλών Τεχνών, τείνει και θα τείνει για πάντα να εξέλθει από αυτόν ( το οποίο σημαίνει ότι τείνει και θα τείνει πάντα πάλι να εισέλθει – καταπώς η κίνηση του εκκρεμούς ). Το αντικειμενικό πρέπει να δικαιολογηθεί από το υποκειμενικό που υποδηλώνει, από την ψυχή· τα εξωποιητικά στοιχεία, που βγάλαμε από την πόρτα, ξαναμπαίνουν από το παράθυρο. Ευτυχώς! Ανοίγεται εδώ ένα ευρύτατο πεδίο στις έρευνες των μελλοντικών οπαδών του ιστορικισμού που οφείλουν να αποσπάσουν τις ψυχές μας από τα έργα μας και να βρουν το νήμα που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον· προς μεγάλη σύγχυση των ακραιφνών αισθητών που δεν καταφέρνουν να αναγάγουν τον Λόγο σε κάποιον γενικό νόμο και προς μεγάλη ανακούφιση όσων επιμένουν πως δεν υπάρχει μεγάλη ποίηση δίχως μεγάλες ψυχές.
[1] Με την έννοια ότι χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να τα παρακολουθήσεις.
[2] Luciano Anceschi ( 1911 – 1995 ): Μιλανέζος κριτικός και φιλόσοφος.
[3] Θυμίζω πως ο Πόου τονίζει χαρακτηριστικά στο The Poetic Principle: “ I hold that long poem does not exist. I maintain that the phrase, ‘ a long poem’ , is simply a flat contradiction of terms ” [ « Υποστηρίζω πως το εκτενές ποίημα δεν υφίσταται. Ισχυρίζομαι ότι η φράση “ εκτενές ποίημα ” είναι απλούστατα μια σαφώς αντιφατική πρόταση » ]
[4] Για το σύστοιχο ο Μοντάλε έχει ξαναμιλήσει: « Ο ποιητής δεν οφείλει μόνο να διαχέει το αίσθημά του αλλά να κατεργάζεται επίσης το υλικό του, που μέχρις ενός σημείου αποτελείται από λέξεις, και να δημιουργεί με τη διόρασή του αυτό που ό Έλιοτ αποκαλεί αντικειμενικό σύστοιχο » ( Della poesia d’ oggi – Sulla poesia, Mondadori, σ. 558 ).
[5] Μια αισθητική αρχή πολύ διαφορετική βέβαια από τις αντιλήψεις των ιδεαλιστών φιλοσόφων. Ο Κρότσε, για παράδειγμα, ορίζει την τέχνη ως καθαρή εποπτεία ( ή καθαρή ενόραση ).
[6] Η empiria στα ιταλικά ανήκει κυρίως στο φιλοσοφικό λεξιλόγιο και δηλώνει την εμπειρία ως πηγή γνώσεως.
22.04.2009 στις 11:53 πμ
Χρόνια πολλά σε όλους και από μένα και ανταποδίδω τις ευχές. Όπως είπε και η Ήριννα βρίσκομαι σε ταξίδι και επιστρέφω σύντομα.
Όσον αφορά το κείμενο, πληκτρολογήθηκε με σεβασμό στην ασυνήθιστη στίξη και παραγραφοποίηση του μεταφραστή του.
22.04.2009 στις 12:42 μμ
Σ΄ευχαριστούμε, Δίφιλε. Καλή επάνοδο!
09.08.2015 στις 5:26 μμ
Ωραιότατο και πολύ αξιόλογο άρθρο. Με το ελεύθερο το δανείστηκα και το παρουσίασα στους ιστότοπούς μουμαζί με ένα αγγλόφωνο άρθρο για τον Ερμητισμό.
http://www.vequinox.wordpress.com
http://www.authormanolis.wordpress.com
Σ ευχαριστώ πολύ.
Μανώλης Αλυγιζάκης