Κόριννα, Γειά σου γιαγιά
….Η γιαγιά μου, χαρμάνιαζε με τσιγάρα Καρέλια ξαπλωμένη, μονάχα προτού κοιμηθεί, και καμιά άλλη στιγμη της μέρας. Μασκαρευόταν με μεγάλα μαύρα γυαλιά ηλίου σχεδόν σε όλους τους εσωτερικούς χώρους, μήπως και κατάφερνε να κρύψει το πόσο είχαν γεράσει τα μάτια της. Έγραφε ανορθόγραφα ποιήματα για τον έρωτα, και μου έφτιαχνε συχνά-πυκνά γλυφειτζούρια-κοκοράκια, για των οποίων το χρώμα χρησιμοποιούσε, όπως εκ των υστέρων έμαθα, βαφή αυγών Ανατολή. Πολύ αργότερα ανακαλύψαμε, πως ψέκαζε ρύζια και όσπρια με ισχυρά εντομοκτόνα. Όταν τη ρωτήσαμε πως της προέκυψε αυτή η ανεπανάληπτη ιδέα, μας απάντησε με άνεση πως δε θα πρεπε δα να μας φαίνεται και τόσο πρωτότυπο, αφού η ίδια, χρόνια τώρα, έβλεπε τον μπακάλη να πράττει ανάλογα.
….Στα δεκαεννιά της, ανέβασε σφυγμούς για κάποιον σαρανταπεντάχρονο γόη, που δέχτηκε λίγο μετά τα πυρά απο τη μητέρα της, η οποία και τον οδήγησε σε δίκη. Η νεαρή, ακόμη τότε, Θεοδοσία αποπειράθηκε-ανεπιτυχώς- να αυτοκτονήσει, καταπίνοντας μελάνι. Τη δε ημέρα της δίκης, ο δικαστής έπεσε στα γόνατα γοητευμένος και ζήτησε την, όχι ακόμη, γιαγιά-ανεπιτυχώς- σε γάμο. Στη συνέχεια, η γιαγιά παντρεύτηκε τον μαστρο-Παύλο. Απέκτησε τέσσερα αγόρια και γύρω στις είκοσι γάτες, με τις οποίες αγαπιόταν παθολογικά, με όλη την παθολογία που εμπεριέχει η ειλικρινής αγάπη, υπαγορεύουσα πότε χάδια ατελείωτα, λόγια τρυφερά, και πότε μπινελίκια συνοδευόμενα από απειλές τύπου σκουπόξυλο. Η γιαγιά μου, φορούσε όλα τα παπούτσια που βαριούνταν οι εγγονές της, δηλαδή απο νούμερο τριάντα επτά μέχρι σαράντα ένα, χωρίς κανείς ποτέ να καταλάβει πως τα κουμαντάριζε. Συνήθιζε επίσης να στολίζεται, με δέκα δαχτυλίδια διαφόρων ειδών, χρυσά, ασημένια, τσίγγινα, πλαστικά, πολλές φορές δύο και τρία στο κάθε δάχτυλο. Επιπροσθέτως, διέθετε μια τεράστια συλλογή απο καπέλα. Όταν οι αέρηδες με κουβάλησαν στην Τσεχία, της αγόρασα ένα βελούδινο μάυρο, με λουλούδια και πλερέζα-το έβαζε, κάθε Κυριακή σχεδόν, στην εκκλησία. Τρελαινόταν για την εκκλησία. Ήταν για εκείνη κάποιο εξαιρετικά διασκεδαστικό κοσμικό πάρτυ. Δεν έχανε ακολουθία για ακολουθία και ήξερε απ’έξω όλους τους ψαλμούς. Μια χειμωνιάτικη Κυριακή, καθώς επιστρέφαμε απο το νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου-ήθελε πάντοτε να την συνοδεύω και, ως επί το πλείστον, δεν της χάλαγα χατίρι-άρχισα να της διηγούμαι κάποιο πετυχημένο ανέκδοτο, και ήδη στα μισά της διήγησης τρανταζόταν απο γέλια, λέγοντας μου πως πρέπει να σταματήσω γιατί κινδυνεύει να κατουρηθεί, όμως εγώ που νόμισα πως μεταφορικά μιλά, συνέχισα να χαριτολογώ, μέχρι που προς μεγάλη μου έκπληξη κατουρήθηκε τελικά κανονικά, και μάλιστα προτού καταφέρουμε να φτάσουμε στο σπίτι.
…..Πριν πεθάνει, πρόλαβε να με μάθει να της βάφω τα φρύδια, να σφουγγαρίζω με βρεγμένο πανί σκυμμένη στα τέσσερα, συμφωνα με το μικρασιατικό πρότυπο, να παίζω σβουράκι από την καλή κι απ’την ανάποδη, να αξιοποιώ τα υπολείμματα ένος τελειώμένου κραγιόν χρησιμοποιώντας ένα σπίρτο, να τρώω ψωμί λαδοζαχαρωμένο, περί ορέξεως φέτες με μπελτέ, και γενικά να είμαι όσο αντικανονική χρειαζόταν. Στη διαθήκη της, μου άφησε τη singer ραπτομηχανή, όλα τα κιτς κοσμήματά της, τα ποιήματα, και τη συλλογή της απο καπέλα. Λίγους μήνες πριν μου δηλώσει σε κάποιο θάλαμο εντατικής οτι θα φύγει, με ρώτησε με αγωνία «θα με κλάψεις;» και μου ζήτησε στην κηδεία να φορέσω φόρεμα λευκό. Κάθε φορά που τρώω παγωτό βανίλια, τη βλέπω να μου κλείνει το μάτι. Κάθε που κάποιος πλησιάζει παραπάνω απ’το συνηθισμένο «πρόσεξέ τον αυτόν», μου λέει, «μη σε φουχτώσει», και γελάει δυνατά.
17.05.2009 στις 9:21 μμ
Θέλω να χαιρετήσω και εγώ τη γιαγιά σου, αγαπητή Κόριννα, γιατί με την αριστοτεχνική περιγραφή σου, την ζωντάνεψες ξανά. Οι εικόνες που αξιοποίησες ήταν περίφημες, είχαν πασπαλιστεί με άχνη, είχαν κυλίσει στο ξύλινο πάτωμα, είχαν σκαρφαλώσει στην παλιά λάμπα του τραπεζιού…γενικά επικαλέστηκες τη μνήμη της γεύσης, της ακοής, της αφής…Τόσο έντονες μνήμες, και για σένα, και για τον καθένα. Γι’ αυτό και τόσο πετυχημένες.
Επίσης η επιλογή του θέματος ήταν αρκετά συγκινητική, επειδή επέλεξες όχι να ανατρέξεις σε κοινότυπες αναμνήσεις και κλισέ περιγραφές, αλλα με ανορθόδοξα παραδείγματα της καθημερινότητας, ιδίως στο τέλος, να ξαναζωντανέψεις αβίαστα τη γιαγιά σου στα μάτια μας. Μπράβο. Μόνο αυτό. Και να συνεχίσεις.Πάντα έτσι.
21.05.2009 στις 7:22 μμ
Γιάννης Βαρβέρης, Της γιαγιάς
————————————————————————————-
Σοβαρός άνθρωπος να γράφει ποιήματα
για τη γιαγιά του;
Όμως, κι ας έχει φύγει τώρα είκοσι χρόνια
εμένα με βοηθάει να θυμηθώ
πως άλλοτε θυμόμουν μυρωδιές
κινήσεις φράσεις της και τα φορέματά της
κι ότι έβαζα σημάδια στο μυαλό
για κάθε τι δικό της.
Έτσι έλεγχα τη μνήμη κάθε τόσο
νομίζοντας πως αν θυμόμουν
αγαπούσα.
Τώρα θυμάμαι μόνο πως θυμόμουνα.
Αγωνιζόμουνα να συνεχίσω να την αγαπώ.
Κι άρα τα πρώτα χρόνια
έστω λιγότερο
την αγαπούσα.
Όπως την αγαπούσατε κι εσείς.
Όπως τους αγαπούσατε κι εσείς∙
πριν γίνει λίγο λίγο μόνη αγάπη μας
η πίκρα
όταν δεν σκεπτόμαστε
πως πάει
δεν αγαπάμε πια.