Τα μάτια μιας νεκρής με χαιρετίσανε,
βαλμένα σ’ένα πρόσωπο κουτό,
που όλα του τ’άλλα ήταν συνηθισμένα. Συνέχεια
Αρχείο για Ιουλίου, 2009
Έζρα Πάουντ, Dans un omnibus de Londres
Posted in Μουσείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 30.07.2009 by korinnnaΚόριννα, Τα έντρομα
Posted in Εκ της Παραγωγής μας on 27.07.2009 by korinnna……………………………………….Στην Αλεξάνδρα Πλαστήρα
Ένας τοσοδούλης γρύλλος
γρύλλιζε όλη νύχτα στη βεράντα
την επόμενη μέρα άλλος
με συμπονούσαν για τον πόνο στα δόντια
άλλο δόντι κάθε βράδυ
μα ο πόνος δεν αλλάζει
μόνο ο γρύλλος Συνέχεια
Χάρης Ψαρράς, Ο τζίτζικας
Posted in Φρέσκα πατήματα στο χιόνι on 25.07.2009 by ttelesillaaΑνάπνεε τζίτζικα και πάψε
την κλίμακα δεν ανεβαίνει το τραγούδι σου
εκπνέει η παράταση και πάει το καλοκαίρι
πάει προς τα φύκια και τις αποβάθρες.
Πάρε βαθειά εισπνοή και φτύσε
όσα επένδυσε σε σένα ο ήλιος τζίτζικα
ανάπνεε ασύμμετρα και τρέχα
από ‘δω παν κι οι άλλοι.
Αηδόνια, καμπανούλες, μουσουργοί
εντρύφησαν στους ήχους για καιρό
ο θορυβός σου είναι θόρυβος στιγμής
σύμβολο μιας θερμότητας που σβήνει
στη σμίκρυνση της μέρας και μαδά
κατάκοιτα τα τόσα παγωτά
στο γύψο η αμμουδιά κι η παραλία
σώπασε πια κι ανάπνεε
γύρνα στο σώμα σου και κοίτα
τα ατσάλινα φτερά πως κροταλίζουν
παγώνει η ευαίσθητη η φτέρνα στο κλαδί
κι άκου καλά κυρίως την κεραία σου
που ήταν αιχμηρή στα μάτια κορυφή
ήταν η κεραία σου
και τώρα πέφτει και ξεπέφτει
και καταργεί το θαρραλέο σχήμα σου
πέφτοντας η κεραία τζιτζικά μου.
Γιάννης Βαρβέρης, Στα ξένα
Posted in Ερωτικές Εξομολογήσεις, Φρέσκα πατήματα στο χιόνι on 21.07.2009 by korinnnaΚΑΛΗ ΜΟΥ ΚΑΜΗΛΑ
Έλα καλή μου καμήλα
ήρθε η ώρα να με πάρεις στον ώμο
κι όχι μαζί μας νερό
κάποτε τελειώνει το νερό
κι ύστερα έχουμε και να το θυμόμαστε
Έλα καλή μου καμήλα
κι αν κουραστείς έχω δασκαλευτεί να περπατώ
ιδίως αν δούμε επιγραφή
μη μ’αφήσεις να πιστέψω
βάδιζε βάδιζε
η έρημος έγινε
για να περιφρονούμε τις οάσεις Συνέχεια
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Πρατήριο βενζίνης
Posted in Μουσείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 20.07.2009 by evecosΕίμαι η έρημη ασφαλτωμένη δημοσιά που αφήνεται
σα μεθυσμένη ανηφορίζοντας με τις μοτοσυκλέτες
αισθαντικό, ολονύχτιο φως που αγρυπνά
σ’ ερημικό πρατήριο βενζίνης — γιατί βλέπω
τα ολόκλειστα αυτοκίνητα σαν παίρνουν τη στροφή
με τις σβηστές τους μηχανές, γιατί τα βλέπω
μες στο εκτυφλωτικό τους φως να σου ανάβουν
εξαίσια υπερκόσμια μουσική — κι ακόμα, είμαι
το ξαφνικό μελάνιασμα στο καθαρό λουσμένο φως
η κλειδωμένη μου φωνή μέσα στα δάχτυλα
μέσα στο σώμα
Ανδρέας Εμπειρίκος, Εις την Οδόν των Φιλελλήνων
Posted in Μουσείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 19.07.2009 by il Notaro.
Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ’ τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ’ στην καρδιά των Aθηνών, μέσ’ στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ’ στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Γιάννης Πατίλης, Το καλοκαίρι είναι
Posted in Φρέσκα πατήματα στο χιόνι on 19.07.2009 by ttelesillaaΤο καλοκαίρι
δεν είναι μόνο μια κραυγή.
Είναι ένα απότομο άνοιγμα των βλεφαρίδων.
Μια εκπυρσοκρότηση στις δώδεκα το μεσημέρι.
Ένα σεντόνι μουσκεμένο στις τρισήμισυ.
Είναι ένα πτώμα εν αποσυνθέσει
στ’ απέναντι δωμάτιο
κ’ έχουμε αφήσει όλες τις πόρτες
Ανοιχτές.
Γούεντυ Κόουπ, Ονόματα
Posted in Παραμεταφράσεις on 16.07.2009 by soulpikiaΉταν η Ελίζα για μερικές βδομάδες
Όταν ήταν μωρό –
Ελίζα Λίλυ. Σύντομα το άλλαξε σε Λίλ.
Αργότερα στο αρτοποιείο ήταν η Δίδα Στιούαρτ
Κι ύστερα «αγάπη μου», «λατρεία μου», Μητέρα.
Χήρα στα τριάντα της, επέστρεψε στη δουλειά
Ως κυρία Χαντ. Η κόρη της μεγάλωσε,
Παντρεύτηκε και γέννησε.
Τώρα ήταν η Ναννά. «Όλοι
Με φωνάζουν Ναννά», έλεγε στους επισκέπτες.
Κι εκείνοι έτσι έκαναν – οι φίλοι, οι έμποροι, ο γιατρός.
Στο γηροκομείο
Συνήθως φώναζαν τους ασθενείς με τα βαφτιστικά τους.
«Λιλ», είπαμε εμείς, «ή Ναννά»
Αλλά δεν υπήρχαν στο φάκελό της
Και για εκείνες τις τελευταίες βδομάδες σύγχισης
Έγινε ξανά η Ελίζα.
Βασίλης Νικολαΐδης, Το αστείο
Posted in Γκριμάτσες & Χαμόγελα on 15.07.2009 by korinnnaΜ’ άφησες μόνο, ο διάολος να πάρει τη μοίρα μου
θα σ’ είχα σφάξει αν ήταν του χαρακτήρα μου
Μ’ ένα σαλάμι αφημένο καιρό στο ψυγείο
είπα, λοιπόν, κι εγώ να σου κάνω ένα αστείο
Πήρα στο τμήμα, αμέσως και τους τηλεφώνησα
και παγωμένα τους είπα πως σε δολοφόνησα
στην μηχανή του κιμά είπα σ’ είχα λιανίσει
και ένα σαλάμι με σένα πως είχα γεμίσει
Κι ήρθαν στο σπίτι αμέσως για να με πιάσουνε
και στα μπαλκόνια βγήκανε για να μη χάσουνε
Πω πω να δεις το αίμα του πλήθους παγώνει,
μ’ ένα σαλάμι που παίρνανε σ’ ένα σεντόνι Συνέχεια
Διοτίμα, Ο χρησμός
Posted in Εκ της Παραγωγής μας on 14.07.2009 by diotimaa
Στον Α.
Κι όσο ο χρόνος τη σάρκα της μαγάριζε, γάλα έσταζαν τα μάτια της και κρίνους απροσμάχητους. Μέχρι που το λευκό σκιάχτηκε απ’ τον αποστάτη ίσκιο του και σώθηκε ολωσδιόλου. Ήταν ώρα ο χρησμός να πληρωθεί.
Δούκας Καπάνταης, 20003
Posted in Φρέσκα πατήματα στο χιόνι on 13.07.2009 by korinnnaΒιαζόμουνα να φύγω απ’το γραφείο,
κι αντί για τη σωστή χρονολογία
έτσι όπως έγραφα αντί για δ ύ ο
χτύπησα ε ί κ ο σ ι -χιλιάδες τρία.
Το σφάλμα ήταν ασήμαντο σαφώς,
δεν ήταν ούτε καν ορθογραφίας
μα μ’έπιασ’ένας τέτοιος πανικός
(ξέρετε, αυτός που λεν της υστερίας).
«Ασήμαντο» δεν ήταν να το πώ,
έτσι ακριβώς θα το γραφα και τότε
σωστή διάθεση σε λάθος πότε–
το λάθος μου ήτανε μηδαμινό.
Ποντίκι, κέρσορας, επιλογή,
DELETE ως τάχιστα και τουμπεκί.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Απόγευμα
Posted in Φρέσκα πατήματα στο χιόνι on 11.07.2009 by soulpikiaΉταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατελείωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε.
Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλοροούσε η ακακία κι ευωδίαζε το γιασεμί
και μες στην Τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί-
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο θάνατο,
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο τύψη,
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.
Βύρων Λεοντάρης, Φύγε πια λυσσασμένο καλοκαίρι
Posted in Μουσείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 08.07.2009 by evecosΦύγε πια λυσσασμένο καλοκαίρι
πάρε από πάνω μου τα γηρατειά σου
ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες
γέμισε κοκκινάδια και μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή
μου…
Η Αθήνα μασάει σουβλάκια μες στους δρόμους
μασάει καλαμπόκια
παίρνει το παγωτό της στις πλατείες
η Αθήνα ρουφάει τον ουρανό με καλαμάκι
Νικηφόρος Βρεττάκος, Οι μικροί γαλαξίες
Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 06.07.2009 by diotimaaΠάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες από μένα, κάτω απ’ τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα, μες από σένα,
κάτω απ’ τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.
Κόριννα, Το δώρο
Posted in Εκ της Παραγωγής μας on 04.07.2009 by korinnnaΓιώργος Μαρκόπουλος, Ογκολογικό Νοσοκομείο Αθηνών «ο Άγιος Σάββας»-ΝΠΔΔ
Posted in Φρέσκα πατήματα στο χιόνι on 02.07.2009 by korinnnaΔεν ήταν αποκρηά αυτή, δεν ήταν γλέντι.
«Το χάρο τον αντάμωσαν», έπαιζε το cd στο μηχάνημα
και κλωτσούσαν τα πόδια,
και διαβεβαίωναν με αποφασιστικότητα
της παντόφλας οι φτέρνες στο πάτωμα,
και διαδήλωναν τα χέρια στον αέρα, και απειλούσαν
και απειλούσαν μαζί τους, μερακλωμένοι και οι οροί.
*
Όχι κουρεμένοι, αλλά χωρίς μαλλιά.
Μαθητές ενός παλιού σχολείου, ασπρόμαυρου,
που αντί ποδιές, μπυτζάμες.
Χαριεντίζονται, και αντί κολώνια, κοβάλτιο.
Δεν με γνωρίζεις;