ΤΙ ΟΝΟΜΑ ΚΙ ΑΥΤΟ…
Τασούλα…
Τί όνομα κι αυτό…
Να ’χεις την αίσθηση
ότι είσαι
….ηρωίδα τραγωδίας
και να θυμίζεις-το πολύ-
…βουκολικό ειδύλλιο.
ΤΙ ΟΝΟΜΑ ΚΙ ΑΥΤΟ…
Τασούλα…
Τί όνομα κι αυτό…
Να ’χεις την αίσθηση
ότι είσαι
….ηρωίδα τραγωδίας
και να θυμίζεις-το πολύ-
…βουκολικό ειδύλλιο.
Ο Πάντα Μισώ κι ο Ποτέ Αγαπώ
Κυριακή αγκαζέ
Με μαύρα καπέλα, γενάκι, μια μπάλα
Πηγαίνουν στο πάρκο να πούνε «Allez!»
σε μαμάδες, παιδάκια, που κούνια-τραμπάλα Συνέχεια
Ευχαριστώ πολύ το χωριό μου
για εκείνη τη μικρή εικόνα του
μέσα στο σούρουπο της ήσυχης πλαγιάς
απέναντι από το σιωπηρό
νεκροταφείο.
Πάντα αυτά τα μάτια θα πορεύονται
με ολόγραμμα ενθύμησης
για κάποια απώλεια
σ’ εκείνη την εικόνα.
Τόσο σκυφτή και ταπεινή.
Πρωτότυπα σύμπαντα που φέρουμε
στου κόσμου τις κατοπινές του
εικόνες.
Υπαίθριος καιρός.
Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Φορτωμένες.
Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.
Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες οι λυποψυχίες μας.
Ατελής η ελαιογραφία.
Να ξαναδοκιμάσω.
Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά η αστραφτερή του τοπίου αγνότητα.
Φύσει καταδότρια η αθωότης.
Αυτή δε μας παρέδωσε
για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια
στην απώλειά της;
Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι.
Τη θάλασσα.
Μέσα σε κλουβιά ήτανε πεταλούδες τεράστιες που πλήρωνες δύο τάλληρα και τους χάιδευες τα φτερά κι έμενε μια νυχτιά στην παλάμη σου η σφραγίδα του βελούδου τους, τα ωραία τους μαύρα-κίτρινα χρώματα και μια μυρωδιά γύρης μεθυστική.
Πιο πολύ στις γυναίκες άρεσε αυτή η διασκέδαση. Ερχονταν από μακριά, μόνο και μόνο για ν’ ανοίξουν τα πλατιά, πολύχρωμα εκείνα φτερά. Υστερα τρύπωναν γύρω τα περιβόλια, κάθονταν κάτω απ’ τις μηλιές κι αδιαφορώντας για τα τραγούδια και τα καλέσματα των αμαξάδων, φιλούσαν, φιλούσαν με πάθος το χέρι τους που είχε αγγίξει την πεταλουδα.