Στον Α.
Κι όσο ο χρόνος τη σάρκα της μαγάριζε, γάλα έσταζαν τα μάτια της και κρίνους απροσμάχητους. Μέχρι που το λευκό σκιάχτηκε απ’ τον αποστάτη ίσκιο του και σώθηκε ολωσδιόλου. Ήταν ώρα ο χρησμός να πληρωθεί.
Στον Α.
Κι όσο ο χρόνος τη σάρκα της μαγάριζε, γάλα έσταζαν τα μάτια της και κρίνους απροσμάχητους. Μέχρι που το λευκό σκιάχτηκε απ’ τον αποστάτη ίσκιο του και σώθηκε ολωσδιόλου. Ήταν ώρα ο χρησμός να πληρωθεί.
Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες από μένα, κάτω απ’ τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα, μες από σένα,
κάτω απ’ τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.
Το δέρμα μου μαύρη ήπειρος
Όλο το βράδυ μάζευα τα παιχνίδια μου
τον μικρό πέτρινο παλιάτσο
που ανατριχιάζει τις σκιές
τον γαλάζιο τίγρη με το ρόδο καρφωμένο
στην καρδιά
και το αεροπλάνο που δεν πέταξε ποτέ
επάνω απ’ τον ισημερινό της σιωπής
[ Το κείμενο αυτό της Διοτίμας κρίθηκε και βραβεύθηκε ως το καλύτερο του Διαγωνισμού Πεζού Ποιήματος του «Χιονιού». Δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι συμμετέχοντες στον Διαγωνισμό, με μόνο περιορισμό να μην ψηφίσουν τον εαυτό τους. Στη δεύτερη θέση ισοψήφισαν η Κόριννα και η Ήριννα. Όλα τα ποιήματα του διαγωνισμού μπορεί να τα διαβάσει κανείς στην Κατηγορία Poèmes en prose. ]
Τότε, μας έριξαν γυμνές σ’ ένα πηγάδι, που ‘χε από νωρίς στερέψει. Με φωνές φρικτές και με φοβέρες, μας τάιζαν τις μέρες, τις νύχτες μάς λούζαν με κατάρες. Κι όταν χάραξε ορίζοντα η μέρα η εβδόμη, ήρθε η άνασσα σιωπή και το πετσί μας διάβηκε. Ανίδεες, το χρυσάφι της θηλάζαμε με ευλάβεια μην τύχει και φτύσουμε γαλήνη.
Πρωτοβρόχια: ο κόσμος με ποιήματα στεγνώνει.
***
Πάλι βρέχει. Οι θεοί βάζουν μπουγάδα.
***
Μπορεί αυτός ο κόσμος να είναι ένα λάθος, αλλά
οι κερασιές ανθίζουν.
***
Υπάρχω: στέκομαι εδώ και χιονίζει.
σαν ήμουνα μικρή
-και στη φωτιά σκαρφάλωνα
με δυο πνευμόνια φύκια-
στο μάτι μου μεγάλωνα
γατιά κι αδέσποτα ποντίκια
απ΄ την ουρά κόμπους τα έδενα
στ΄ αυτιά τους κρεμούσα σκουλαρίκια
μες στα ρουθούνια φύσαγα πνοή
και φούσκωνα…να γίνουν χαρταετοί
να σκίζουνε το γκριζωπό ταβάνι
μαζί, μαζί, γάτες και ποντίκια
νάνι, κοιμήσου, μικρή μου, νάνι
και μεγάλη σαν ξυπνήσεις κοίτα
λιοντάρια που σέρνονται ολόχαρα στη γη
γινήκαν οι αέρος γάτες σου
κι ελάφια εδάφους τα ιπτάμενα ποντίκια
Για μένα η πιο σημαντική πράξη στην τραγωδία
είναι η έκτη:
η έγερση των νεκρών απ΄ τα πεδία μάχης στη σκηνή.
Το συμμάζεμα στις περούκες, στις (φανταχτερές) εσθήτες,
η απόσπαση των μαχαιριών από το στέρνο,
η απομάκρυνση του βρόχου από τον λαιμό,
η παράταξη των ηθοποιών ανάμεσα στους ζωντανούς
κατά πρόσωπο στο ακροατήριο.
Οι υποκλίσεις, κατά μόνας και ως σύνολο:
το άσπρο χέρι πάνω στην πληγή της καρδιάς,
οι κάμψεις του γόνατος της αυτοκτόνου,
τα νεύματα της αποκομμένης κεφαλής.
Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι,
ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
οπού σιγά-σιγά τον δρόμο βρίσκει
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
οι απολαύσεις του κ’ οι αμοιβές του.
Πολλές στον δρόμο κακουχίες βρίσκει.
Λόγχες λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·
τα κάστρα το χτυπούν με τες πλατειές των
γραμμές· μέσα στα δυο τετράγωνά των
γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν
με δόλο να το κάμουν να σκαλώσει·
κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.
Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
στην φοβερή γραμμή την τελευταία·
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!
Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει
κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
Για την βασίλισσα, που θα μας σώσει,
για να την αναστήσει από τον τάφο
ήλθε να πέσει στου σκακιού τον άδη.
το βράδυ που έριξα
τη φωνή μου σε πηγάδι
δυο πέτρες ξέξασπρες
φύτρωσαν στα χέρια μου
η δίψα μου τις έθρεψε
η δίψα μου
τη μέρα που άνθισαν
στις παλάμες μου λιθάρια
χίμηξε το ένα χέρι
να φάει τ’ άλλο
μα κανείς δε χειροκρότησε
Ανοίγω την πρώτη πόρτα.
Ένα μεγάλο ηλιόλουστο δωμάτιο.
Ένα βαρύ αυτοκίνητο περνά απ’ τον δρόμο
και κάνει τα πιάτα να τρέμουν.
Ανοίγω την πόρτα νούμερο δύο.
Φίλοι! Ήπιατε το σκοτάδι
και γίνατε ορατοί.
Πόρτα νούμερο τρία. Στενό δωμάτιο ξενοδοχείου.
Θέα προς τον πίσω δρόμο.
Ένα φανάρι που αστράφτει στην άσφαλτο.
Τα ωραία απόβλητα των εμπειριών.
Μτφρ. Βασίλης Παπαγεωργίου
υποχρεωτικά
η ισορροπία του καιρού θα παραταθεί
μέχρι τα πτηνά ν’ αποδημήσουν
ύστερα προεδρικά
θα προσχωρήσει στου χειμώνα την τραμπάλα
και στους μη έχοντας παρά χιτώνα ένα
μες στην ασφαλή ατίμωση του χρόνου
η οικονομία των εποχών θ’ αλλάξει δέρμα
κι οι δάδες μεσοφόρι
έρπονται μπλεξίματα…
Εκείνο το δέντρο
έχει μέσα του ένα βιολί
Δεν κόπηκε ακόμα αλλά είναι μέσα
Περιμένει την ημέρα της αναστάσεως
μέσα στο δέντρο
Ο κύριος Στραντιβάριους είπε:
Πρέπει να απολυτρώσω αυτό το βιολί
πρέπει να αφαιρέσω τη φλούδα που το φυλακίζει
και να το δω να αναπνέει ελεύθερα στον αέρα
Πρέπει να το ακούσω να τραγουδήσει για μένα
Εκείνο το βιολί
έχει ένα δέντρο μέσα του
έχει λουλούδια που ακούνε τη σιωπηλή μουσική
Έχει πουλιά
Μτφρ.: Ρήγας Καππάτος
Το στόμα κάποιου κοριτσιού, στην καλαμιά παρατημένου για καιρό,
έμοιαζε καταμασημένο.
Όταν του άνοιξαν το στήθος, ο οισοφάγος διάτρητος.
Tέλος, σε μια στοά κάτω από το διάφραγμα
βρέθηκε μια φωλιά με νεαρά ποντίκια.
Το ένα αδερφάκι ήταν νεκρό.
Τα άλλα ζούσαν από τα νεφρά και το συκώτι,
έπιναν το κρύο το αίμα κι είχανε περάσει
όμορφα τη νιότη τους εδώ.
Γρήγορα κι όμορφα ήρθε κι ο θάνατός τους:
Τα ‘πνιξαν όλα στο νερό.
Αχ, πώς πιπίζαν τα μικρά μουσούδια!
Μτφρ.: Κώστας Κουτσουρέλης
τεμάχισα τη μέρα μου
και δεν ξέρω πια ποιο κομμάτι να στύψω
αρπάζω το πιο κακοτράχαλο
το ρίχνω σε τηγάνι τεφλόν
και πάνω του βήχω σα σβούρα
φταρνίζομαι και φτύνω τεντούρα
-το ηδύποτο των Πατρών-
γκούχου αψού γεύμα γκρεμού
αίμα εμού Ε.Μ.Υ. και μα
στο μέσα μου σαματά
σπαρταράει κουτσή παρτιτούρα
χιόνια και θύελλα στα οστά
άστατες νότες εντός μου
χαμηλό βαρομετρικό
βροχές ασθενείς
τι καιρό έχει έξω
ξέρει κανείς;
Ο γνωστός σε όλους μας
άγνωστος Χ
αποφάσισε να δραπετεύσει
από των εξισώσεων τη φυλακή
-πάσχει από οξεία κρίση ταυτότητος
είπαν με στόμφο οι γιατροί
πλέον πασχίζει μόνος του
στο πρόβλημά του νά βρει λύση
τρέχει ξωπίσω
από ακέφαλους εργάτες
-θαρρεί πως στο ακέραιο
τραβούν εναγωνίως-
γαντζώνεται
σε απρόσημους διαβάτες
-θαρρεί πως σε βάπτιση
πηγαίνουν δημοσίως –
μα εκείνοι πάνε στο μετρό
εν πρώτοις και κυρίως
ο άγνωστος Χ
τώρα στέκεται στην αποβάθρα
κι έντρομος παρατηρεί
μέσα στο συρμό
να συνωστίζονται
-αγέλαστοι, αμίλητοι
και κατηφείς ολίγον τι-
άγνωστοι ανθρωπόμορφοι αριθμοί
αγνώστου προελεύσεως και προορισμού
άγνωστοι παντού
άγνωστοι άγνωστοι εις τη ν
ο άγνωστος Χ
ευθύς φοβήθηκε
πιο άγνωστος μη γίνει
κι επέστρεψε
στων εξισώσεων τη θαλπωρή
– τουλάχιστον εκεί
καλά γνωρίζει πως
είναι ο γνωστός
άγνωστος Χ
χασμουρητά μού άνοιγαν το στόμα που πεινούσε
να μαγειρέψω άργησα και πήρε λάδι η πιπεριά όχι φωτιά
-λάδωμα πολύ
παρθένο λάδι λίγοι-
δοκιμασίες άκεφες και μαραμένες ύπουλα
όπως μαράθηκε κι η γλάστρα
που εκτρέφω στου τετραδίου μου τα στείρα φύλλα
δεν την πότιζα συχνά καθώς δεν είχα ποτιστήρι
μονάχα τιρμπουσόν για εκλεκτό κρασί Πορτογαλίας…
και τη φωνή μου που καλωδίωσα στη διαπασών
καθώς δεν είχα ίντερνετ μόνο κατάθλιψη… και μια παράλειψη
δεν άπλωσα κόκκινο χαλί σαν ήρθε επίσκεψη εκείνο το μαντάτο
ένα υφαντό πατούσα μούστο δίχως λέπια
βρώμικα βήματα σωρό κουβάλαγε
κι άστραφτε δίχως χλωρίνη καθώς δεν είχα λίτρο
άνοιξα την πόρτα όταν κανείς δε χτύπησε
μπήκε μέσα, στρογγυλοκάθισε κι είπε δε φεύγω
κάτω απ’ τα βλέφαρά σου θα κοιμάμαι και
το νυχτικό σου θα φορώ όταν θα λείπεις
μα εγώ ποτέ δε φεύγω από εδώ απάντησα
μέχρι το κατώφλι φτάνω και ξαναγυρνώ
πηγαίνω μπρος κι ανθίζουν στα χέρια μου τουλίπες
γυρίζω πίσω κι ευωδιάζουν γαϊδουράγκαθα
μες στο περβάζι του ματιού μου
κι εκείνο σώπασε μια πιθαμή
που πια δεν υφαίνω προσευχές προτού για ύπνο πέσω
φοράω πανοπλία και ρίχνομαι στη μάχη…
φοβάμαι μόνο μην και ξυπνήσω με σκονισμένη
περικεφαλαία
γι’ αυτό, μαντάτο,
τα γράμματά μου στρίβω κι ανάΒΩ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Μεγάλος θόρυβος δημιουργήθηκε στον κόσμο (και κόσμο εννοώ τα πιο πολύτιμα και ανώφελα πράγματα) γύρω από δύο λέξεις: καθαρή ποίηση. Είμαι λίγο υπεύθυνος για το θόρυβο αυτό. Έτυχε, εδώ και μερικά χρόνια, προλογίζοντας την ποιητική συλλογή κάποιου φίλου μου, να προφέρω τούτες τις λέξεις χωρίς να τους προσδώσω οριακή σημασία και χωρίς να προβλέψω σε ποια συμπεράσματα θα έφθαναν όσοι ενδιαφέρονται για την ποίηση. Ήξερα καλά τι εννοούσα με τις λέξεις εκείνες, δεν ήξερα όμως ότι θα προκαλούσαν τέτοιες απηχήσεις και αντιδράσεις στους εραστές της λογοτεχνίας. Ήθελα μόνο να επιστήσω την προσοχή σε κάποιο γεγονός κι όχι να διατυπώσω μια θεωρία, κι ακόμη λιγότερο να θεμελιώσω ένα δόγμα και να θεωρήσω αιρετικούς όλους όσους δεν θα προσχωρούσαν. Συνέχεια
Εν αρχή ην ο άνθρωπος. Κάποτε κατασκεύαζε θεούς, τώρα είναι ο ίδιος θεός. Κυρίαρχος, εξουσιαστής των πάντων, παντεπόπτης, αυτοκράτωρ, οδηγός. Συνέχεια