Οι έκφυλες με γύρεψαν
Σειρήνες στα όνειρά μου·
είχαν στις μήτρες κρύψει
τις μίτρες· για γέννες μέλλοντος. Συνέχεια
Οι έκφυλες με γύρεψαν
Σειρήνες στα όνειρά μου·
είχαν στις μήτρες κρύψει
τις μίτρες· για γέννες μέλλοντος. Συνέχεια
Δεν αγαπώ το κόμμα. Συνέχεια
Ήμουν κάτω απ’ το πιάνο ξαπλωμένος. Το’ να ποδάρι του είχε σπάσει κι εγώ ήμουν μπρούμητα και με το κούτελο το στήριζα. Ούτε και ξέρω πόσα χρόνια πέρασα εκεί. Μα είδα αυτό που οι άνθρωποι δεν είχαν δει. Το πιάνο είχε από κάτω κουρδιστήρι… Συνέχεια
Ο Λουξώριος απάντησε στο κουίζ “ποιό πιάτο θαλασσινών είσαι;” και το αποτέλεσμα είναι “μυδοπίλαφο”. Ο Λουξώριος απάντησε στο κουίζ “ποιός χαρακτήρας από τους «εμείς κι εμείς» είσαι;” και το αποτέλεσμα είναι “Σμαραγδία”. Ο Λουξώριος απάντησε στο κουίζ “ποιοί Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες είστε;” και το αποτέλεσμα είναι “του Αλμπερβίλ”. Συνέχεια
Ορίζουμε τη φωτεινότητα
ως το ποσό της ενεργείας
σε μορφή ακτινοβολίας
που εκλύεται σ’ όλα τα μήκη κύματος
και στη συνολική επιφάνεια αντιστοιχεί,
στη μονάδα του χρόνου, ενός σώματος.
Λαμπρότητα
είναι η ιδιότητα
για την αντίληψη την οπτική
που μια ακτινοβολούσα πηγή
δημιουργεί.
Αυτό που προσπαθώ να πω Συνέχεια
Μες στου έρωτα τις φλόγες τις ραγδαίες
φοβόσουν ο ουρανός μην απρεπή πει
και βύθιζες στο διάβα σου τις γαίες
στο στέρνο σου φωλιάζαν μύριοι ίπποι.
Τα γυάλινα θεριά και οι κεραίες
γίνονταν για τα πόδια σου λατύπη
και πλήγιαζαν οι γάμπες σου οι ωραίες
χείμαρρος απ’ το κάθε καρδιοχτύπι.
Ως πρίγκιπας μικρός πως να σε πείσω;
Μπέρτα γλασέ και χάρτινη κορόνα
σαν πούπουλο σε χνώτου σου κυκλώνα
με άσπρο γερανό τρέχω ξωπίσω
στο κόασμά μου άκου το μαράζι
να δω αν το γοβάκι σου ταιριάζει.
Τ’ απόμερο μοιράδι μας φαντάζομαι·
με γιασεμιά ντυμένο
το ξύλινο μας σπίτι.
Όμως τ’ αραξοβόλια μου ν’ αλλάζω κάθε τόσο θέλγομαι
στα γούστα μου τ’ ακόρεστα ν’ αφήνομαι…
Τα πρωινά θα ραχατεύω στη μεταξένια σου αγκαλιά
θα γεύομαι τις λιχουδιές σου Συνέχεια
Η ηχώ απ’ τις κροτίδες απσετικό με καθιστά.
Ο Δυσλεκτικός έχει κουλουριαστεί και γλείφει το τρίχωμά του.
Παίζω με τα κέρματα στην τσέπη μου που είναι λιγοστά
κι ένα ζάρι ξεχασμένο
και κοιτώ το χαιμαλί με τα δόντια που’ χω δέσει στα λαιμά του.
Ψε την έβγαλα στο σινεμά
και δεν αρκούν για να χωθώ σε κάποιο απ’ αυτά τα νυχτερινά μαγαζιά
καμιά γκόμενα καλή το βλέμμα μου μήπως ρεμβάσει.
Έτσι ρεμβάζω τη σελήνη σε λοφίσκο έρημο με το κορμί μου ξαπλωμένο.
Το άρωμα των λουλουδιών ντεζαβάρει του επιτάφιου την πληγή.
Ο αγέρας τα βλέφαρά μου πάει να κατεβάσει.
Τι μεγάλη βδομάδα κι αυτή…
Όλοι καχύποπτα κοιτούν αυτόν που έφτιαξε την τεχνητή νοημοσύνη.
Εκείνος τον Όσκαρ -τη νέα εφεύρεσή του- στον επιτάφιο αφήνει. Συνέχεια
“Σου ζητώ να εκτιμήσεις
ειλικρινώς σου ζητώ να εκτιμήσεις…
ειλικρινώς σου ζητώ να εκτιμήσεις,
ότι πάσχουμε,
ως ζεύγος
ως νοικοκυριό
ως οικογενειακή δομή,
από τις γάτες εντός εισαγωγικών του πεδίου…”
T.S.Elliot
Όταν πήγαινα στο σκολειό
η δασκάλα έλεγε
πως όταν κάποιος γράφει για του πολέμου μακελειό
στέλνει μήνυμα αντιπολεμικό.
Ο σκηνοθέτης τα φώτα έστηνε
σε κατακόμβη ουρανοξύστη
κι είχε στρατιώτη θεατή
που με τη βία έκανε μύστη.
Στου άντρα το κουφάρι την ωλένη στο λαιμό
είχε μπήξει
που με δαγκάνα απ’ το χέρι
είχε τραβήξει
και πάνω της είχε καρφώσει
των ματιών βολβούς που είχε βγάλει με νυστέρι.
Και ύπτια τον άφησε απαλά
πάνω σε λαμαρίνα με ψηλά ψιλά καρφιά.
Οι άριες ποτάμια που εσύ φύτρωσες με μόχθο
στους καταρράκτες τους γαντζώνομαι γερά
στον ουρανό μην τα νερά τους με πετούν.
Τα κομματάκια από την πλάτη μας να σπείρεις·
με το σουγιά βγαλμένα.
Κι απ’ τον καρπό τους
μαζί θα φτιάξουμε το μούστο, στωικά.
Τα μαχαίρια μ’ ακολουθούν
ενόσω τουρτουρίζω
στο πάρκο τα παιδιά κλωτσούν τη μπάλα
παιδί κι εγώ μα τα μαχαίρια μένουν,
στην πρύμη μου με οδηγούν.
Πλανήθηκε στο λαβύρινθο, το τομάρι της για να γλιτώσει,
μα ήταν αργά για να ανακαλέσει.
Ο Βραζιλιάνος ασσαμίτης μισθωτός
στην τελειοθηρία διδακτορικός
κι απ’ τις φαβέλες επηρεασμένος,
μόλις την τσάκωσε
από τάσεις ηλεκτρικές την πέρασε
κι από τη ραπτομηχανή ομοιόμορφα.
«Θάνατος» φώναζε το πλήθος
και στον κάδο ανακύκλωσης την ξεφορτώθηκε
Ξαγρυπνήσαμε όλη τη νύχτα, οι φίλοι μου κι εγώ, κάτω από πολυελαίους με θόλους από διακοσμητικό μπρούντζο, θόλους με αστέρια στολισμένους σαν τα πνεύματά μας, φέγγοντας σαν αυτά με τη φυλακισμένη ακτινοβολία ηλεκτρικών καρδιών. Για ώρες είχαμε ποδοπατήσει την αταβιστική μας πλήξη σε πλούσια ανατολίτικα χαλιά, φιλονικώντας μέχρι τα τελευταία όρια της λογικής και μαυρίζοντας πολλές δεσμίδες χαρτιού με τις ξέφρενες κακογραφίες μας. Συνέχεια
Το παρόν κείμενο στόχο έχει να απαντήσει συνοπτικά και με τον ευγενικότερο δυνατό τρόπο που επιτρέπουν τα πέντε αξιώματα της κβαντομηχανικής στην κόντρα επιφανών διανοουμένων σχετικά με το αν τα καλλιτεχνικά ρεύματα προκαλούνται από το φυσικό νόμο της μεταβολής ή είναι αποτέλεσμα των ενεργειών ενός ή περισσοτέρων ανθρώπων. Συνέχεια