Αρχείο Συγγραφέων

Ιβάν Γκολ, Μαλαισιακά τραγούδια

Posted in Αρχείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 24.02.2010 by soulpikia

Όταν ζυγώνεις η νύχτα όλη ανατριχιάζει
οι τοίχοι σαλεύουν
το γιασεμί μυρίζει πιο δυνατά
η θάλασσα ανασαίνει πιο γρήγορα
κι ο άνεμος ανάστατος
σιάζει τα μαλλιά μου
όπως σ΄ αρέσουν.

Κατερίνα Γώγου, Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ…

Posted in Αρχείο Μοντέρνας Ποιήσεως, Τα εις εαυτόν on 03.02.2010 by soulpikia

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω «ποιητής»
Μην κλειστό στο δωμάτιο
ν’ αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ…
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί…ε;…μίαν άλλη μέρα…

Ουΐλλιαμ Μπλέηκ, Στο βραδυνό Αστέρι, Τραγούδι («Μνήμη κόπιασε ‘δω»)

Posted in Τα εις εαυτόν, Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 11.01.2010 by soulpikia
Εσύ ξανθέ άγγελε του δειλινού
τώρα, καθώς ο ήλιος γέρνει στα βουνά,
άναψε του έρωτα τη λαμπερή σου δάδα
φόρεσε τ’ αχτινοβόλο στέμμα σου
και χαμογέλασε πάνω απ΄ την εσπερινή μας κλίνη!
Στους έρωτές μας χαμογέλασε, κι όπως θα σέρνεις
τ’ ουρανού τις γαλαζόχρωμες κουρτίνες
σκόρπισε τις ασημένιες δροσοσταλίδες σου
σε κάθε λούλουδο που τα γυμνά ματάκια του
σφαλίζει στην πιο κατάλληλη του ύπνου ώρα.
Επέτρεψε στον δυτικό σου άνεμο πάνω απ’ τη λίμνη
ν’ αποκοιμηθεί, μίλησε χαμηλόφωνα
με τα λαμπρά σου μάτια
κι απόπλυνε το σούρουπο μ’ ασήμι. Γρήγορα,
πολύ γρήγορα, φεύγεις απο κοντά μας.
Ο λύκος τότε ουρλιάζει με μανία
και το λιοντάρι αγριοκοιτάζει
μέσα απ’ το σκοτεινιασμένο δάσος:
το τρίχωμα των κοπαδιών μας εσκεπάστηκε
απ’ την ιερή σου δρόσο: προστάτεψέ τα με τη χάρη σου.
Μνήμη, κόπιασε ‘δώ,
Και διάλεξε τις χαρωπές σου αναμνήσεις,
Κ’ ενώ στον άνεμο καβάλα,
Θα ξεχωρίζει η μουσική σου,
Εγώ προς το ποτάμι θά’ μαι προσηλωμένος,
Όπου των εραστών τ’ όνειρο αναστενάζει,
Και αλιεύει φαντασίες καθώς αυτές περνάνε
Μες στον υδάτινο καθρέφτη.
Θα πιώ απ’ το καθάριο το ποτάμι,
Και το κελάιδισμα του σπίνου θα ακούσω,
Κ’ εκεί θα πέσω να ξαπλώσω και να ονειρευτώ
Ολάκερη τη μέρα:
Κι όταν θα πέσει η νύχτα, θα φύγω
Σε τόπους ταιριαστούς στη λύπη.
Διασχίζοντας τη σκοτεινή κοιλάδα,
Σιωπηλά και μελαγχολικά.
.
Μετάφραση Κώστας Λάνταβος, εκδ. Αρμός

Σουλπικία, Παράπονο και Χαϊκού

Posted in Εκ της Παραγωγής μας, Τα εις εαυτόν on 06.01.2010 by soulpikia

 Στο φως αστέρια

πώς να τα δείς αλήθεια

μόνο τη μέρα

Κλειδοκύμβαλα

του κάκου καθρέφτες σε

κουτί μουσικό

Κοιτάζεις πίσω

φίλοι-σκιές που γνέφουν

δίχως να γράφουν

Χριστουγεννιάτικη ιστορία, Μιχάλης Γκανάς

Posted in Μουσείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 21.12.2009 by soulpikia

Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη. Συνέχεια

Άντριαν Μίτσελ, Τραγούδι στο διάστημα

Posted in Παραμεταφράσεις on 12.12.2009 by soulpikia

Όταν ο άνθρωπος πρωτοαιωρήθηκε
στου ουρανού την άκρη
πίσω του κοίταξε , μέσα στου κόσμου
το μπλέ μάτι
Ο άνθρωπος είπε: Τί κάνει το μάτι σου
τόσο κυανό;
Η γή απάντησε: Τα δάκρυα που
πέφτουν στον ωκεανό.
Γιατί οι θάλασσες είναι τόσο
γεμάτες με οδυρμούς:
Γιατί έχω κλάψει τόσους
απροσμέτρητους καιρούς.
Γιατί θρηνείς ενώ χορεύεις
στου διαστήματος το νέφος;
Γιατί εγώ είμαι η μάνα
απ’ το ανθρώπινο το γένος.

Γιάννης Ρίτσος, Η απόγνωση της Πηνελόπης

Posted in Αρχείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 09.12.2009 by soulpikia

Δεν είτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν είταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί[1]. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα,
σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της καρτερίας.

Λέρος, 22, ΙΧ,68


[1] θυμός μοι ενί στήθεσσιν τέθηπεν, ουδέ τι προσφάσθαι δύναμαι έπος ουδ’ ερέεσθαι,ουδ’ εις ώπα ιδέσθαι εναντίον»

Ναζίμ Χικμετ, Το ταξίδι

Posted in Αρχείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 07.12.2009 by soulpikia

Ένας ποιητής ταξιδεύει
σε μια θάλασσα του κόσμου μας
κοιτάζοντας ένα άστρο.

Ταξιδεύει κάποιος ποιητής
σ’ ένα απ’ τα άστρα, σε μια θάλασσα,
κοιτάζοντας τον κόσμο μας.

Ταξιδεύουν οι ποιητές
στις θάλασσες του κόσμου
κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο.

1960, Μεσόγειος

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Εγκαταλείπω την ποίηση

Posted in Μουσείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 02.12.2009 by soulpikia

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια,  ήρθε η ώρα του κατακλυσμού.
‘Οσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα.
όμως είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.

Μίλτος Σαχτούρης, Αστεροσκοπείο

Posted in Μουσείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 25.11.2009 by soulpikia

Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός

Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες των δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως

Να πεθάνουν

Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ’ τ’ ανατρίχιασμα του το κάθε φιλί

Γεώργιος Βιζυηνός, Στίχοι του φρενοκομείου

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 16.11.2009 by soulpikia

 

Μεσ’ στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ’ ένα μνήμα!

Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά
έτσι σε μιαν ώρα..
μεσ’ σ’ αυτήν την χώρα
όλα άλλαξαν τώρα!

Κι απο τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φώς μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.

Μεσ’ στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ’ ένα μνήμα…

Τον σταυρό τον αψηλό
αγκαλιά γλυκοφιλώ
το μυριάκριβο όνομά της
κι απ’ τα χώματά της

η φωνή της η χρυσή
με καλεί «έλα και σύ
δίπλα στο ξανθό παιδί σου
και κοιμήσου!»

Σουλπικία, Εικόνα

Posted in Εκ της Παραγωγής μας on 23.09.2009 by soulpikia

Ευχαριστώ πολύ το χωριό μου
για εκείνη τη μικρή εικόνα του
μέσα στο σούρουπο της ήσυχης πλαγιάς
απέναντι από το σιωπηρό
νεκροταφείο.
Πάντα αυτά τα μάτια θα πορεύονται
με ολόγραμμα ενθύμησης
για κάποια απώλεια
σ’ εκείνη την εικόνα.
Τόσο σκυφτή και ταπεινή.
Πρωτότυπα σύμπαντα που φέρουμε
στου κόσμου τις κατοπινές του
εικόνες.

Κική Δημουλά, Μεγάλη Πέμπτη

Posted in Μουσείο Μοντέρνας Ποιήσεως on 06.09.2009 by soulpikia

Υπαίθριος καιρός.
Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Φορτωμένες.
Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.
Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες οι λυποψυχίες μας.

Ατελής η ελαιογραφία.
Να ξαναδοκιμάσω.

Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά η αστραφτερή του τοπίου αγνότητα.
Φύσει καταδότρια η αθωότης.
Αυτή δε μας παρέδωσε
για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια
στην απώλειά της;

Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι.
Τη θάλασσα.

Γούεντυ Κόουπ, Ονόματα

Posted in Παραμεταφράσεις on 16.07.2009 by soulpikia

Wendy Cope

Ήταν η Ελίζα για μερικές  βδομάδες
Όταν ήταν μωρό –
Ελίζα Λίλυ. Σύντομα το άλλαξε σε Λίλ.

Αργότερα στο αρτοποιείο ήταν η Δίδα Στιούαρτ
Κι ύστερα «αγάπη μου», «λατρεία μου», Μητέρα.

Χήρα στα τριάντα της, επέστρεψε στη δουλειά
Ως κυρία Χαντ. Η κόρη της μεγάλωσε,
Παντρεύτηκε και γέννησε.

Τώρα ήταν η Ναννά. «Όλοι
Με φωνάζουν Ναννά», έλεγε στους επισκέπτες.
Κι εκείνοι έτσι έκαναν – οι φίλοι, οι έμποροι, ο γιατρός.

Στο γηροκομείο
Συνήθως φώναζαν τους ασθενείς με τα βαφτιστικά τους.
«Λιλ», είπαμε εμείς, «ή Ναννά»
Αλλά δεν υπήρχαν στο φάκελό της
Και για εκείνες τις τελευταίες  βδομάδες σύγχισης
Έγινε ξανά η Ελίζα.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Απόγευμα

Posted in Φρέσκα πατήματα στο χιόνι on 11.07.2009 by soulpikia

100_0191

Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατελείωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε.
Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλοροούσε η ακακία κι ευωδίαζε το γιασεμί
και μες στην Τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί-
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο θάνατο,
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο τύψη,
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.