.
Όχι, εγώ διασώστρια δεν έκανα ποτέ,
ιδέα δεν έχω από κλωστές κι από κουβάρια.
Στράους κανείς δεν θα ’γραφε για μένα άρια,
ούτε θα μού ’στηναν ιερό στη Νάξο οι βακχιστές.
Εγώ έκοβα εισιτήρια στην πύλη της Κνωσού,
Iούλιο-Αύγουστο γινότανε το σώσε,
με τον Θησέα ειδικά πώς να ’χω πάρε δώσε;
Θα ’ταν, καταλαβαίνετε, ως εκ του περισσού.
Το ’ξερα βέβαια, είχε ’ρθεί με γιωτ πριγκιπικό,
δεν βρήκα ωστόσο να ’χει ύφος ψηλομύτη,
όπως αυτοί που πριν πατήσουν καν στην Κρήτη
γυαλίζουν τα παπούτσια τους με άλας αττικό.
Όλη ώρα είχε δίπλα του μιαν ευειδή νεαρά
( πρόσεξα πως τη φώναξε σε μια στιγμή Διοτίμα ) –
έμοιαζε σαν ν’ ακολουθεί έν’ αθέατο νήμα,
τις πέτρες λες δρασκέλιζε με βήματα νοερά.
Στην έξοδο όμως, χάθηκε· τράβηξε ίσια εμπρός
αντί να στρίψει δεξιά, προς των ταξί τον στόλο.
Του έκανα μια υπόδειξη. Αυτό ήταν όλο.
Με ευχαρίστησε έκπληκτος και έφυγε στητός.
Τ’ άλλα πώς διαδόθηκαν, στ’ αλήθεια τ’ αγνοώ:
o φόρος, ο μινώταυρος, το αίμα, ο μίτος…
Αστείο καν να πω πώς όλ’ αυτά είναι μύθος !
Όμως τι νόημα έχει πια και να τ’ αμφισβητώ ;
Με λέν Αριάδνη. Στάθηκα τύπος κι υπογραμμός
όλη μου τη ζωή. Λίγα μονάχα είδα.
Θεά ποτέ δεν ήμουνα, ποτέ ηρωΐδα,
ούτε και στον Λαβύρινθο ποτέ μου ξεναγός.