Archive for the Τετράδιο παλαιών θαυμάτων Category

Ουΐλλιαμ Μπλέηκ, Στο βραδυνό Αστέρι, Τραγούδι («Μνήμη κόπιασε ‘δω»)

Posted in Τα εις εαυτόν, Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 11.01.2010 by soulpikia
Εσύ ξανθέ άγγελε του δειλινού
τώρα, καθώς ο ήλιος γέρνει στα βουνά,
άναψε του έρωτα τη λαμπερή σου δάδα
φόρεσε τ’ αχτινοβόλο στέμμα σου
και χαμογέλασε πάνω απ΄ την εσπερινή μας κλίνη!
Στους έρωτές μας χαμογέλασε, κι όπως θα σέρνεις
τ’ ουρανού τις γαλαζόχρωμες κουρτίνες
σκόρπισε τις ασημένιες δροσοσταλίδες σου
σε κάθε λούλουδο που τα γυμνά ματάκια του
σφαλίζει στην πιο κατάλληλη του ύπνου ώρα.
Επέτρεψε στον δυτικό σου άνεμο πάνω απ’ τη λίμνη
ν’ αποκοιμηθεί, μίλησε χαμηλόφωνα
με τα λαμπρά σου μάτια
κι απόπλυνε το σούρουπο μ’ ασήμι. Γρήγορα,
πολύ γρήγορα, φεύγεις απο κοντά μας.
Ο λύκος τότε ουρλιάζει με μανία
και το λιοντάρι αγριοκοιτάζει
μέσα απ’ το σκοτεινιασμένο δάσος:
το τρίχωμα των κοπαδιών μας εσκεπάστηκε
απ’ την ιερή σου δρόσο: προστάτεψέ τα με τη χάρη σου.
Μνήμη, κόπιασε ‘δώ,
Και διάλεξε τις χαρωπές σου αναμνήσεις,
Κ’ ενώ στον άνεμο καβάλα,
Θα ξεχωρίζει η μουσική σου,
Εγώ προς το ποτάμι θά’ μαι προσηλωμένος,
Όπου των εραστών τ’ όνειρο αναστενάζει,
Και αλιεύει φαντασίες καθώς αυτές περνάνε
Μες στον υδάτινο καθρέφτη.
Θα πιώ απ’ το καθάριο το ποτάμι,
Και το κελάιδισμα του σπίνου θα ακούσω,
Κ’ εκεί θα πέσω να ξαπλώσω και να ονειρευτώ
Ολάκερη τη μέρα:
Κι όταν θα πέσει η νύχτα, θα φύγω
Σε τόπους ταιριαστούς στη λύπη.
Διασχίζοντας τη σκοτεινή κοιλάδα,
Σιωπηλά και μελαγχολικά.
.
Μετάφραση Κώστας Λάνταβος, εκδ. Αρμός

Κωστής Παλαμάς, Από τα Σατιρικά Γυμνάσματα

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 08.01.2010 by il Notaro

.

– Είσαι; – Η  Ζωή. – Δε μας φελάς· στο ράφι. –
Τα είδωλα και τα προσκυνητάρια,
τα χώματα, των τάφων τάφοι, οι τάφοι!

Στα συντρίμματα και στ’ απομεινάρια.
Δελφοί, Ολυμπία, Μυκήνες, Δήλο, Αθήνα,
Σας χαίρονται οι σοφοί, και τα σκαθάρια.

Οι σοφοί, γνωστικοί –και σκάφτε, αξίνα–
τα σκαθάρια κουτά και σα βαλμένα.
Για ν’ ανοιχτή ένας λάκκος, πόσα κρίνα

γύρω ξερριζωτά και πατημένα!
Περιβόλια; Για το Θεό! Μουσεία.
Τ’ άξια καλά παιδιά, τα παινεμένα!

Όλα στου αρχαίου το Μολώχ θυσία.

Γεώργιος Βιζυηνός, Στίχοι του φρενοκομείου

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 16.11.2009 by soulpikia

 

Μεσ’ στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ’ ένα μνήμα!

Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά
έτσι σε μιαν ώρα..
μεσ’ σ’ αυτήν την χώρα
όλα άλλαξαν τώρα!

Κι απο τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φώς μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.

Μεσ’ στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ’ ένα μνήμα…

Τον σταυρό τον αψηλό
αγκαλιά γλυκοφιλώ
το μυριάκριβο όνομά της
κι απ’ τα χώματά της

η φωνή της η χρυσή
με καλεί «έλα και σύ
δίπλα στο ξανθό παιδί σου
και κοιμήσου!»

Στίχοι γραμμένοι πάνω στο νερό (μικρή επιλογή)

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 18.10.2009 by ttelesillaa

japanese

ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ

Αν τύχει κάποιος και ρωτήσει
πού είμαι τώρα, πες του την αλήθεια.
Στον κόλπο Σούμα κάνει τον ψαρά,
μαζεύει αλάτι, βγάζει φύκια
– κανένας δεν τον αγαπά.

Αριουάρα-Νο-Γιουκιχίρα Συνέχεια

Νικηφόρος Βρεττάκος, Οι μικροί γαλαξίες

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 06.07.2009 by diotimaa

skeletons-embracing

Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες από μένα, κάτω απ’ τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα, μες από σένα,
κάτω απ’ τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.

Συνέχεια

Ανδρέας Λασκαράτος, Εις τον Έρωτα

Posted in Ερωτικές Εξομολογήσεις, Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 21.05.2009 by il Notaro

Έρωτα, α θες ναν τα ’χομε καλά,
στο σπίτι μου να μη ματαπατήσεις.
Άϊ που σ’ το λέω· κι α θέλεις να με αφήσεις
αναπαμένον, πάει πολύ καλά.

Εγώ, μ’ έκαψε η πρώτη κουμπαριά.
Κι αν εσύ τώρα δεν αποφασίσεις
να πας στο διάολο και να μη γυρίσεις,
θα ’ρτομε καμμιά μέρα στα χοντρά.

Για δαύτο να με λείπεις, κουμπαρόπουλο·
μη σου μαδήσω ευκείνες τση φτερούγες,
και σε κάμω να σκούζεις σα γαλόπουλο,

και να τρέχεις κουτσόφτερο ’ς τσι ρούγες.
Κι ευκείνες τσι σαΐτες οπού φέρεις
σου τση βάνω όλες μάτσο εκεί που ξέρεις.

Κωστής Παλαμάς, Αγορά

Posted in Τα εις εαυτόν, Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 15.05.2009 by il Notaro

10

Πάντα διψάς –όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά– το βλογημένο σπίτι,
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κώχη.

Διψάς και το καράβι που το πέλαο το ‘χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κ’ είναι μεστή η ζωή του μ’ όλο τον πλανήτη·
και το καράβι και το σπίτι σού είπαν : «Όχι !

Μήτε η παράμερη ευτυχιά που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π’ όλο και νέα ψυχή τής βάνει
κάθε καινούργια γη και κάθε νιο λιμάνι·

μόνο τ’ αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει·
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τούς δικούς σου.»

Μαρτιάλης, Quem recitas

Posted in Γκριμάτσες & Χαμόγελα, Τα εις εαυτόν, Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 12.05.2009 by korinnna

2109146067_615334fa4d

Quem recitas, meus est, o Fidentine, libellus:
Sed male cum recitas, icipit esse tuus.

Το βιβλίο με τα ποιήματα που διαβάζεις
είναι δικό μου, Φιδεντίνε.
Έτσι όμως στραβά που το διαβάζεις
γίνεται δικό σου.

Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, Η τελευταία μου Δούκισσα

Posted in Δραματικοί μονόλογοι, Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 25.04.2009 by il Notaro

duchess

Φ Ε Ρ Ρ Α Ρ Α

.
Αυτή εκεί στον τοίχο είναι η τελευταία μου Δούκισσα –
σαν νά ‘ναι ζωντανή. Το έργο αυτό θα το χαρακτήριζα
σήμερα ένα θαύμα. Το χέρι του Φρα Πάντολφ δούλεψε με σπουδή
μιαν ολόκληρη μέρα – και να τη. Παρακαλώ καθήστε και κοιτάξτε τη.
Είπα ‘Φρα Πάντολφ’ σκόπιμα, γιατί ποτέ δεν διάβασαν
ξένοι όπως εσείς, την απεικόνιση αυτής της έκφρασης,
το βάθος και το πάθος της επίμονης αυτής ματιάς,
δίχως να στραφούν (γιατί κανείς δεν κατεβάζει την κουρτίνα
που έσυρα για σας, μόνον εγώ), δίχως να με κοιτάξουν,
Συνέχεια

Ούουνο Κάιλας, Το Παιδί

Posted in Παραμεταφράσεις, Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 24.04.2009 by irina82

 

 sl_top_uunokailas_2002941a

Uuno Kailas (1901 – 1933) Εκπρόσωπος της γενιάς του μετά την Ανεξαρτησία της Φινλανδίας το 17’. Ένας από τους γνωστότερους ποιητές στην χώρα του, με σχεδόν σπάνιο το πεζογραφικό του έργο. Τρία χρόνια μετά το θάνατό του από φυματίωση δημοσιεύεται το 36’ για πρώτη και τελευταία φορά μία ανθολογία διηγημάτων γραμμένα υπό την σκέπη της σχιζοφρένειας. Σαν κύριος πρωτοστάτης του εξπρεσιονισμού πλάθει αγχωτικούς κόσμους γεμάτους ενοχή, μοναξιά και νοσταλγία του χαμένου παραδείσου. Λόγω της ντροπής του που δε συμμετείχε στο εμφύλιο πόλεμο (1918) στο πλευρό των λευκών εναντίων των κόκκινων γίνεται μέτοχος των φυλετικών πολέμων της Φινλανδίας. Αυτοί οι ανεπίσημοι κλεφτοπόλεμοι κατά των Ρώσων (1918-1922) αποτελούν τη ντροπή της χώρας του όπου και πρωτοστατούν ακαδημαϊκοί, φοιτητές και μορφωμένοι. Κατεβαίνουν σε ανεπίσημη μάχη στην ανατολική Καρέλια προκειμένου να απελευθερώσουν τις φεννο-ουγγρικές φυλές της βαλτικής θάλασσας. Θυμίζουμε ότι η Καρέλια υπήρξε η ευρύτερη περιοχή από όπου συλλέχθηκαν τα παραδοσιακά ποιήματα για τη σύνθεση του μεγάλου έπους Kalevala και αποτελεί σημείο αδυναμίας για την λόγια φινλανδική κοινότητα. Συνέχεια

Άγγελος Σικελιανός, [ Άτιτλο ]

Posted in Τα εις εαυτόν, Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 20.04.2009 by il Notaro

sikelianos1

Του Τάκη, ανάμνηση των ημερών της Πύλου

Γιατί βαθιά μου επίστεψα και δόξασα τη γη,
και στη φυγή δεν άνοιξα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον εβύθισα το νου μου στη σιγή
και σάμπως αλυσσόδεσα στο χώμα τα όνειρά μου,
νάτη, που πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου!

Γιατί δεν εσκορπίστηκα, στο πότε και στο πώς,
μα εβύθισα τον πόνο μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο τρίσβαθος σκοπός,
νά τώρα, που ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπει η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!

Γιατί δεν είπα: εδώ αρχινά η ζωή κ’ εδώ τελειώνει,
μα όπως η μέρα η βροχερή φέρνει πιο πλούσιο φως
κι’ ως ο σεισμός βαθύτερα την πλάση θεμελιώνει
τι ο ζωντανός παλμός της γης, που πλάθει, είνε κρυφός,
νά, που ό,τι στέκει εφήμερο, σα σύννεφο αναλυώνει,
νά, που κι’ ο μέγας θάνατος, μου γίνεται αδελφός!

Πύλος, 27.8.1937
* Το άτιτλο αυτό ποίημα του Α.Σ. στις μετέπειτα μορφές του (δημοσιευμένες στα 1938 και -η οριστική- στα 1946) τιτλοφορήθηκε «Γιατί βαθιά μου δόξασα». Το αρχικό χειρόγραφο του ποιητή παρουσιάστηκε μεταγραμμένο από τον Κώστα Μπουρναζάκη στο περιοδικό Νέα  Εστία, τχ. 1740, Δεκέμβριος 2001.

Κώστας Βάρναλης, Η μάνα του Χριστού

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 15.04.2009 by il Notaro

fba3959a2777c1b56964

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες !
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Συνέχεια

Κομπαγιάσι Ίσσα, Μύγες και Βούδες

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 11.04.2009 by diotimaa

pola_10067_12045550991_l

Πρωτοβρόχια: ο κόσμος με ποιήματα στεγνώνει.

***

Πάλι βρέχει. Οι θεοί βάζουν μπουγάδα.

***

Μπορεί αυτός ο κόσμος να είναι ένα λάθος, αλλά
οι κερασιές ανθίζουν.

***

Υπάρχω: στέκομαι εδώ και χιονίζει.

Συνέχεια

Ανδρέας Κάλβος, Ελπίς πατρίδος

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 09.04.2009 by il Notaro

cf87ceaccf81cf84ceb7cf82-cf84ceb7cf82-ceb5cebbcebbceacceb4cebfcf82-ceb1cf80cf8c-cf84cebfcebd-jan-jansson-1650

Ευλαβώς, τρέμων, ρίπτω
πρώτην βολάν τα δάκτυλα
επί την αργυρόχορδον
πάτριον κιθάραν.

Σήμανε συ ουράνιον
ξύλον, συ της ψυχής μου
την τόλμαν, συ παρώρμησον,
Μουσάων δώρον
.
Συνέχεια

Ματυρέν Ρενιέ, Επιτάφιο

Posted in Μουσείο Μοντέρνας Ποιήσεως, Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 06.04.2009 by statios

munch_maiden

Περνούσε η ζωή μου, γλέντι αληθινό,
δίχως μετάνοια μήτε χαλινό,
κι επήγαινα παιχνίδι κάθε ανέμου.
Τώρα παραξενεύομαι γιατί
ο θάνατος να με συλλογιστεί,
που δεν τον συλλογίστηκα ποτέ μου.

Μετάφραση: Κ.Γ.Καρυωτάκη

Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Ονείρου Τόπος

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 30.03.2009 by statios

andersen210a

Μες από στράτα απόμονη κι απόσκια,
κι από κακούς μονάχα αγγέλους στοιχειωμένη,
όπου ένα Είδωλο που το ονομάζουν νύχτα,
στητό σε μαύρο θρόνο βασιλεύει,
μόλις σ’ αυτές τις χώρες έχω φτάσει,
από τ’ απόμακρα κάταχνης μιας Θούλης
απωναν άγριο, μαγεμένο τόπο, που υπέροχος απλώνει
πάνω απ’ το διάστημα, πάνω απ’ το χρόνο.

Συνέχεια

Ματσούο Μπασό, Εννέα χαϊκού

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 23.03.2009 by ttelesillaa

snow_monkeys02

Καθώς περνούν τα χρόνια,
ο πίθηκος φοράει μάσκα πιθήκου.

***

Κλαίνε οι αράχνες;
Τι πάει να πει: ο αέρας κελαηδάει;

Συνέχεια

Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Ο Παπαγάλος

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 16.03.2009 by korinnna

2330900859_b61e6ceb961

Σαν έμαθε τη λέξη καλησπέρα
ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά:
«Είμαι σοφός, γνωρίζω ελληνικά.
Τι κάθομαι δω πέρα;»

Την πράσινη ζακέτα του φορεί
και στο συνέδριο των πουλιών πηγαίνει,
για να τους πει μια γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μια στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα,
και τους λέει: «καλησπέρα».

Ο λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τι διαβασμένος, λένε, ο παπαγάλος!
Θα ’ναι σοφός αυτός πολύ μεγάλος,
αφού μπορεί και ανθρώπινα μιλεί.
Απ’ τις Ινδίες φερμένος, ποιος το ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του να ’χει φέρει,
με τι σοφούς εμίλησε, και πόσα
να ξέρει στων γραμματικών τη γλώσσα!
«Κυρ παπαγάλε, θα ’χομε την τύχη
ν’ ακούσωμε τις λες και πάρα πέρα;»

Ο παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει…
μα τι να πει; Ξανάπε: «καλησπέρα».

Κωστής Παλαμάς, Ανατολή

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 11.03.2009 by il Notaro

pala-skitso12

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Eίναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάννα· καίει το λάγνο της φιλί,
κ’ είναι της Mοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Aνατολή.

Mέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κ’ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρό κι αργό·
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος, αδούλευτος, ― διαβάτης
μ’ εσάς κ’ εγώ.

Στο γιαλό που τού φυγαν τα καΐκια,
και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ’ όνειρο του πελάου και τ’ ουρανού,
άνεργη τη ζωή να ζούσα κ’ έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου,

όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω
και καπνιστής με τον καπνό να πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
και κάποτε το στόμα να σαλεύω
κι απάνω του να ξαναζωντανεύω
τον καημό που βαριά σάς τυραννά

κι όλο αρχίζει, γυρίζει, δεν τελειώνει.
Kαι μια φυλή ζη μέσα σας και λυώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.

K.Π. Καβάφης, Το πιόνι

Posted in Τετράδιο παλαιών θαυμάτων on 09.03.2009 by diotimaa

imagescf80ceb9cebfcebdceb9

Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι,
ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
οπού σιγά-σιγά τον δρόμο βρίσκει
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
οι απολαύσεις του κ’ οι αμοιβές του.

Πολλές στον δρόμο κακουχίες βρίσκει.
Λόγχες λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·
τα κάστρα το χτυπούν με τες πλατειές των
γραμμές· μέσα στα δυο τετράγωνά των
γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν
με δόλο να το κάμουν να σκαλώσει·
κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.

Aλλά γλιτώνει απ’ τους κινδύνους όλους
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.

Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
στην φοβερή γραμμή την τελευταία·
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!

Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει
κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
Για την βασίλισσα, που θα μας σώσει,
για να την αναστήσει από τον τάφο
ήλθε να πέσει στου σκακιού τον άδη.