Νικηφόρος Βρεττάκος, Οι μικροί γαλαξίες

skeletons-embracing

Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες από μένα, κάτω απ’ τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα, μες από σένα,
κάτω απ’ τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.


Βλέποντας πάνω μας δυο κόσμους σε πλήρη
λάμψη και κίνηση, σαστίσαμε ακίνητοι
κάτω απ’ τη θέα τους –
Ήσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα φως, διαμοιράστηκες. Όλες
οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα
δίχτυ που λάμπει: στα πόδια, στα χέρια,
στο στήθος, στο μέτωπο.
Τ’ άστρα το βλέπουνε, ότι:
δυο δισεκατομμύρια μικροί γαλαξίες και πλέον
κατοικούμε τη γη.

3 Σχόλια to “Νικηφόρος Βρεττάκος, Οι μικροί γαλαξίες”

  1. Νοτάριε, ένίσταμαι! το «σαν» δεν χρησιμοποιείται μόνο για απόδοση πλασματικής ιδιότητας… (κατάλοιπο παραληρήματος μετά την εκ νοτάριου «μεσολογγική» απομυθοποίηση ενός κομβικού για μένα στίχου του ποιήματος)

  2. Γίνεται κάποτε να καλύπτει ο ένας άνθρωπος
    τον άλλον με φως. Είναι το βλέμμα
    της αγάπης που έχει την αρχή του στο άπειρο.

    Σχημάτιζε πάνω μου μιά σκέπη
    το βλέμμα σου με κάτι κλαδιά φωτεινά,
    απροσδιόριστα. (Δεν έβρισκε τρόπο,
    θυρίδα να μπει, ο αέρας που φύσαγε).
    Τόσο, που φεύγοντας, ένιωθα έπειτα
    την ανάγκη να ειπώ, αν όχι με λέξεις,
    μ’ ένα χαμόγελο, άυλο σχεδόν:

    Ευχαριστώ
    το βλέμμα σου για την φιλοξενία.

    Νικηφόρος Βρεττάκος – Η φιλοξενία

  3. thiswastheway Says:

    όσο κι αν το βάρος του ποιήματος φαίνεται να πέφτει περισσότερο στο δεύτερο μέρος (μετά το «όμως εσύ…»), εμένα μου έκανε εντύπωση και το πρώτο μέρος
    είναι άραγε έτσι; τόσο θλιβερά; και τόσο απομυθοποιημένα…
    θα θελα να ελπίζω πώς όχι…

Σχολιάστε